Μυκηναϊκός οικισμός Διμηνίου - Arcgaeological Atlas of Thessaly

Search
Go to content

Main menu

Μυκηναϊκός οικισμός Διμηνίου

Ν. ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ > 6.500 π.Χ. - 330 μ.Χ. > Α - Ι > Ιωλκός

Διμήνι. Μυκηναϊκός οικισμός. Οικίες κατά μήκος του κεντρικού δρόμου (Αρχείο Β. Αδρύμη).

Διμήνι. Μυκηναϊκός οικισμός. Αξονομετρική κάτοψη. (Αρχείο Β. Αδρύμη)

Διμήνι. Μυκηναϊκός οικισμός. Εργαστήρια και αποθήκες Μεγάρου Α. (Αρχείο Β. Αδρύμη)

Διμήνι. Μυκηναϊκός οικισμός. Μέγαρο Β. Αποθήκη 4. Αγγεία κατά χώραν από το στρώμα καταστροφής του ανακτόρου. (13ος αι. π.Χ.) (Αρχείο Β. Αδρύμη)

Διμήνι. Μυκηναϊκός οικισμός. Μέγαρο Β. Αναπαράσταση βωμού. (Αρχείο Β. Αδρύμη)

Διμήνι. Μυκηναϊκός θολωτός τάφος Λαμιόσπιτο. Ο δρόμος και η είσοδος στο εσωτερικό του τάφου, με το ανακουφιστικό τρίγωνο. (Αρχείο Β. Αδρύμη)

Διμήνι. Μυκηναϊκός θολωτός τάφος Λαμιόσπιτο. Αξονομετρικό (Αρχείο Β. Αδρύμη).

Διμήνι. Μυκηναϊκός θολωτός τάφος Τούμπα. Η μνημειακή είσοδος του τάφου από το εσωτερικό της θόλου. (Αρχείο Β. Αδρύμη)

Στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού, στη μυκηναϊκή περίοδο, νοτιοανατολικά του λόφου με τα νεολιθικά ερείπια, στην πεδιάδα προς τη θάλασσα, αναπτύχθηκε στο Διμήνι ένα σπουδαίο ανακτορικό κέντρο, που έχει προταθεί να ταυτιστεί με έναν από τους τρεις οικισμούς που αποτελούσαν τη μυκηναϊκή Ιωλκό, την μυθική πόλη των Αργοναυτών 1.
Στα ομηρικά ποιήματα, η Ιωλκός, απ’όπου ξεκίνησε η Αργοναυτική εκστρατεία, αναφέρεται ως «
ευρύχωρος» (ευρύχωρη) και «πολύρρηνος», (δηλ. κάτοχος πολυάριθμων κοπαδιών προβάτων), ενώ στον Ομηρικό Κατάλογο των Νεών (Β, 712), η Ιωλκός περιγράφεται ως «ευκτιμένη» (πόλις δηλ. καλοχτισμένη) 2. Αργότερα, στην αρχαϊκή περίοδο, ο Ησίοδος γνωρίζει την Ιωλκό και κάνει αναφορά στην «κλειτή» (δηλ. φημισμένη) και «ευρύχωρον» Ιωλκό 3. Ακόμη και στην Κλασική Εποχή, η υστεροφημία της πόλης απηχεί δυνατά στις πινδαρικές ωδές, όπου περιγράφεται με λεπτομέρειες η «ευδείελος χθόνα κλειτάς Ιωλκού» (δηλ. η σε περίοπτη θέση γη της φημισμένης αυτής πόλης) 4, την οποία ο ποιητής ονομάζει «λατρείαν» (δηλ. λατρευτή) 5, και της οποίας περιγράφει τους «λεύκιππους δόμους» (δηλ. τα παλάτια της με τα άσπρα άλογα) 6, τα «μήλα και τις βοών ξανθάς αγέλας» 7, τα πολυάριθμα, δηλαδή, κοπάδια του προβάτων και των βοδιών, αλλά και το εύρος της καλλιεργήσιμης γης, με αναφορά στους «αγρούς απούραις πλούτον πιαίνων» 8, στους αγρούς, δηλαδή που όλο αυξάνονταν κορυφώνοντας τα πλούτη της Ιωλκού, τη θέση της οποίας τοποθετεί στην «πεδιάδα» που εκτείνεται στα «πόδια του Πηλίου» (Ιωλκού πεδίον … Παλίου ποδί) 9. Επιπλέον, ο τραγικός ποιητής Ευριπίδης εξαίρει τη «γαία» και τις «μελάθρων στέγαι» -τις σκεπές των παλατιών- της Ιωλκού 10.
Ίσως η θρυλική Ιωλκός έχασε σταδιακά τη σπουδαιότητά της μετά από την καταστροφή των μυκηναϊκών ανακτόρων, αφού στην Ιστορία του Ηροδότου εμφανίζεται ως μια ασήμαντη πολίχνη στην οποία κατέφυγε στον 6ο αι. π.Χ. ο τύραννος Ιππίας από την Αθήνα 11, αλλά η παλιά δόξα και η φήμη της αντηχούν ακόμα δυνατά στα ποιήματα της πρώϊμης ελληνιστικής περιόδου. Αναφορά γίνεται στην «
αφνειό» Ιωλκό, στα Ειδύλλεια του Θεόκριτου 12. Επιπλέον, ο Απολλώνιος Ρόδιος -στον 3ο αι. π.Χ.- εγκωμιάζει τη διάσημη πόλη του παρελθόντος, με τις «ευδμήτους αγυιάς» (τους καλοφτιαγμένους δηλ. δρόμους) στα Αργοναυτικά του 13, ένα μεγάλο ποίημα που περιγράφει λεπτομερώς όλα τα στάδια της Αργοναυτικής εκστρατείας.
Σύμφωνα με τα ανασκαφικά δεδομένα, ο μυκηναϊκός οικισμός ιδρύθηκε στα μέσα του 15ου αι. π.Χ., πάνω σε πλούσιες επιχώσεις της Μέσης Εποχής Χαλκού, και γνώρισε μεγάλη ακμή στο 14ο και 13ο αι. π.Χ. Στον 14ο αι. π.Χ. ο οικισμός διαμορφώνει την πολεοδομική του υπόσταση με τη χάραξη του κεντρικού δρόμου και τη δόμηση των πρώτων οικιών εκατέρωθεν αυτού καθώς και την κατασκευή ενός μεγάλου Μεγάρου, με το οποίο συνδέεται ο γνωστός θολωτός τάφος «Λαμιόσπιτο» που ερευνήθηκε στα δυτικά του λόφου 14. Στον 13ο αι. π.Χ., ο μυκηναϊκός οικισμός γίνεται πιο σημαντικός σύμφωνα με τα εντυπωσιακά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που ήρθαν στο φως και τα οποία αποτελούν σήμερα έναν οργανωμένο επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο. Το δεύτερο μισό του 13ου αι. π.Χ. χρονολογούνται οι οικίες, έκτασης 80 - 100 τ.μ, που είναι κτισμένες αριστερά και δεξιά του κεντρικού δρόμου καθώς και ένα μεγάλο αρχιτεκτονικό συγκρότημα.
Αυτό το συγκρότημα χαρακτηρίζεται από την κύρια είσοδο του, το μνημειακό πρόπυλό του στη συμβολή των κύριων οδικών αξόνων, τα δύο Μέγαρα του (Μέγαρο Α και Μέγαρο Β) με τα ισχυρά λίθινα θεμέλιά τους, τα μονολιθικά κατώφλια τους, τους καθορισμένους χώρους λατρείας, το κεντρικό σύστημα αποχέτευσης, τα εργαστήρια μεταλλοτεχνίας στο Μέγαρο Α (μήτρες, σκωρίες χαλκού κατά χώραν), καθώς και τις πολύτιμες ύλες (όπως ένα κομμάτι ελεφαντοστού) που βρέθηκαν στα εργαστήριά του. Τα Μέγαρα Α και Β, μεγάλα διώροφα κτήρια με λευκά και κόκκινα κονιάματα στους τοίχους και στα δάπεδα των χώρων υποδοχής, αποτελούν τον πυρήνα του ανακτορικού συγκροτήματος και πλαισιώνονται από περίστυλες αυλές, πτέρυγες εργαστηρίων και βοηθητικών χώρων (μαγειρείων, αποθηκών, εργαστηρίων κλπ.). Με τα Μέγαρα Α και Β συνδέεται ο δεύτερος μεγάλος θολωτός τάφος «Τούμπα» πάνω στο λόφο 15.
Το συγκρότημα αυτό έκτασης 3880 τ.μ., με ενιαίο σύστημα αποχέτευσης, αποτελούσε την έδρα της διοικητικής, οικονομικής και θρησκευτικής δύναμης της περιοχής. Στο μνημειακό πρόπυλο, την αυστηρά δηλαδή ελεγχόμενη είσοδο του συγκροτήματος, καταλήγει ο δρόμος που συνδέει τον οικισμό με το λιμάνι και ο κεντρικός δρόμος που διασχίζει τον οικισμό από Βορρά προς Νότο.
Η οργάνωση της κατοίκησης στο ανακτορικό συγκρότημα του Διμηνίου παρουσιάζει διαφορές (δεν υπάρχει η εστία με τους 4 κίονες και ελλείπουν οι τοιχογραφίες), αλλά επίσης και σαφείς ομοιότητες με εκείνη των αντίστοιχων ανακτόρων της νότιας Ελλάδας, όπως αποδεικνύει η ακολουθία των αυλών, το κεντρικό Μέγαρο με το προστώο που περιβάλλεται από εργαστήρια μεταλλοτεχνίας, αποθήκες και μαγειρεία, καθώς και το διπλανό Μέγαρο που περιλαμβάνει χώρους λατρείας, αποθήκες, αλλά και βοηθητικούς χώρους, όπως διαπιστώθηκε επίσης στο Μέγαρο Άνω Εγκλιανού στην Πύλο, καθώς επίσης και στις Μυκήνες και την Τίρυνθα.
Ωστόσο, είναι φανερό ότι ο μυκηναϊκός οικισμός στο Διμήνι δεν αποτελεί μια οχυρωμένη μυκηναϊκή ακρόπολη, όπως είναι οι γνωστές ακροπόλεις των Μυκηνών, της Τίρυνθας και της Μιδέας. Είναι σαφές ότι ο μυκηναϊκός οικισμός στο Διμήνι, αλλά και οι δύο γειτονικοί οικισμοί στο Κάστρο στα Παλιά Βόλου και τα Πευκάκια, όπως επίσης και οι υπόλοιποι γνωστοί οικισμοί στην ανατολική Θεσσαλία (Φεραί, Βοίβη), αλλά τελικά και σε ολόκληρη τη Θεσσαλία, δεν είχαν βεβαιωμένες οχυρώσεις, και ως εκ τούτου θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι οι οικισμοί αυτοί ακολουθούν ένα διαφορετικό μοντέλο οργάνωσης της κατοίκησης -με κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη οχυρώσεων- από αυτό που χαρακτηρίζει τις εγκαταστάσεις κυρίως στην ανατολική Πελοπόννησο (Μυκήνες, Τίρυνθα, Μιδέα), αλλά και στη Στερεά Ελλάδα (Ακρόπολη Αθηνών, Γλας).
Η όλη οργάνωση του συγκροτήματος, η κατασκευή αντικειμένων πολυτελείας με μήτρες στα εργαστήρια του Μεγάρου Α, η αποθήκευση προϊόντων, ακόμη και ότι ήταν γνωστή η χρήση της Γραμμικής Β γραφής 16 καθώς και η χρήση σφραγισμάτων για την πιστοποίηση των προϊόντων, αλλά και η εισαγωγή αντικειμένων από την περιοχή της νότιας Ελλάδας και του δυτικού Αιγαίου υποδεικνύουν ότι πρόκειται για ένα μεγάλο μυκηναϊκό κέντρο, που διοικούσε τον καλά οργανωμένο μυκηναϊκό οικισμό του Διμηνίου. Το ανάκτορο και ο οικισμός καταστράφηκαν ολοσχερώς από ισχυρή πυρκαγιά στο τέλος του 13ου αι. π.Χ. Στις αρχές του 12ου αι. π.Χ. όλα τα κτήρια του οικισμού και το Μέγαρο Α ανακαινίσθηκαν, αλλά πολύ σύντομα όλα εγκαταλείφθηκαν χωρίς να σημειωθεί καταστροφή από εξωτερική επέμβαση και η θέση ερημώθηκε και ξανακατοικήθηκε στα νεότερα χρόνια 17.
Έτσι, η μελέτη της τελευταίας αυτής φάσης κατοίκησης του ανακτορικού συγκροτήματος του μυκηναϊκού οικισμού Διμηνίου αποτελεί πολύτιμη συμβολή για την κατανόηση του τέλους του ανακτορικού μυκηναϊκού συστήματος στη Θεσσαλία, αφού προς το παρόν είναι ο μόνος οικισμός γύρω από τον Παγασητικό κόλπο που αφενός σκιαγραφεί μια προσπάθεια ανάκαμψης στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα μετά την καταστροφή των ανακτόρων και αφετέρου δίνει κλειστά σύνολα κεραμικής από το στρώμα καταστροφής των ανακτορικών κτιρίων που χρονολογούν την καταστροφή στο τέλος του 13ου αι. π.Χ. (ΥΕ ΙΙΙ Β2), σε μια φάση που είναι σύγχρονη με την καταστροφή των περισσότερων ανακτορικών κέντρων της Στερεάς και της νότιας Ελλάδας. Το γεγονός αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι καταστροφές των μυκηναϊκών ανακτορικών κέντρων συνέβησαν στο τέλος του 13ου αι. π.Χ. ή το πολύ την πρώτη δεκαετία του 12ου αι. π.Χ., δηλαδή σχεδόν ταυτόχρονα σε όλα τα μικρά και μεγάλα μυκηναϊκά κέντρα, από το βορειότερο που είναι η Ιωλκός στη Θεσσαλία και η Καδμεία στη Θήβα μέχρι και τα νοτιότερα μεγάλα κέντρα της Πελοποννήσου (Μυκήνες, Τίρυνθα, Μιδέα).
Επομένως, προφανώς οι καταστροφές
αυτές ήταν το αποτέλεσμα όχι μόνον κάποιων δυσμενών καιρικών ή φυσικών φαινόμενων (σεισμών), αλλά ήταν κυρίως το αποτέλεσμα των νέων οικονομικών και κοινωνικοπολιτικών συνθηκών που διαμορφώθηκαν αυτή την περίοδο στο ανατολικό Αιγαίο και οι οποίες επηρέασαν δυσμενώς την οικονομία όλων των ανακτορικών κέντρων της ηπειρωτικής Ελλάδος.
Το ίδιο μοντέλο κατοίκησης και οργάνωσης με το Διμήνι, παρόλο που εκεί έχουμε στη διάθεσή μας λιγότερα αρχιτεκτονικά λείψανα, ισχύει για τους δύο γειτονικούς μυκηναϊκούς οικισμούς στο Κάστρο στα Παλιά Βόλου και τα Πευκάκια, που έχουν εξελιχθεί -όπως και ο οικισμός στο Διμήνι- από πλούσιες εγκαταστάσεις της Μεσοελλαδικής ΙΙΙ σε οργανωμένες μυκηναϊκές πόλεις. Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι τρεις αυτές πόλεις ήταν χτισμένες σε πολύ μικρή απόσταση μεταξύ τους (περίπου 3χλμ.), όλες γύρω από το φυσικό λιμάνι του μυχού του Παγασητικού, χωρίς καμία οχύρωση, και επομένως είναι λογικό να υποθέσουμε ότι εξαρτώνταν η μία από την άλλη, αφού προσπορεύονταν τα αγροτικά προϊόντα τους από την ίδια πεδιάδα και ημιορεινή περιοχή που αποτελούσε ένα γόνιμο έδαφος για τις αγροτο-κτηνοτροφικές τους δραστηριότητες, αλλά και το ίδιο λιμάνι για το θαλάσσιο εμπόριο δια του Αιγαίου με τους άλλους μυκηναϊκούς οικισμούς και τις ξένες αγορές. Διαπιστώνουμε επίσης ότι χρησιμοποιούν τα ίδια ταφικά έθιμα και στους τρεις μεγάλους θολωτούς τάφους (Λαμιόσπιτο, Καπακλί, Περιφερειακό) που η χρήση τους είναι παράλληλη χρονικά, για τους άνακτες τουλάχιστον των δύο οικισμών στο Διμήνι και στο Κάστρο στα Παλιά Βόλου, με τους οποίους συνδέονται οι μεγάλοι αυτοί θολωτοί τάφοι. Στο Διμήνι οι ανάγκες επέβαλαν και την κατασκευή ενός τέταρτου θολωτού τάφου πάνω στο λόφο που κατασκευάστηκε στο 13ο αι. π.Χ., όταν λειτουργούσε το μεγάλο ανακτορικό συγκρότημα. Έχοντας υπόψη μας όλα αυτά τα δεδομένα, προφανώς μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι και οι τρεις οικισμοί (συμπεριλαμβανομένου και αυτού στα Πευκάκια) σχηματίζουν μια κοινωνικο-πολιτική και οικονομική μονάδα, το περίφημο κέντρο της Ιωλκού, το οποίο είχε τον έλεγχο του λιμανιού του Παγασητικού, τη μόνη διέξοδο της Θεσσαλίας στο Αιγαίο, αλλά και της πεδιάδας της Μαγνησίας, προκειμένου να ελέγχει την ανταλλαγή των προϊόντων και τις θαλάσσιες επικοινωνίες προς το Αιγαίο και τον υπόλοιπο τότε γνωστό κόσμο. Τέλος, η ανακάλυψη τμήματος μιας πινακίδας Γραμμικής Β´ στα Παλιά/Κάστρο Βόλου (ανασκαφές Θεοχάρη 1965), καθώς και δείγματα της Γραμμικής Β από το Διμήνι, μαρτυρούν αναμφίβολα ότι υπήρξε ένα σύστημα κεντρικής διοίκησης που ήλεγχε τον κόλπο του Παγασητικού. Βέβαια, η αρχαιολογική έρευνα δεν μπορεί να εντοπίσει πώς λειτουργούσαν και πως ασκούσαν εξουσία ταυτοχρόνως αυτοί οι τρεις οικισμοί, ούτε καν τους οδικούς άξονες που τους ενώνουν, ωστόσο οι οδικοί άξονες στο Διμήνι δείχνουν μια σαφή κατεύθυνση και προς τα Πευκάκια και προς τα Παλιά/Κάστρο Βόλου 18.


Βασιλική Αδρύμη-Σισμάνη,
Δρ. Αρχαιολόγος
Επίτιμη Διευθύντρια ΥΠ.ΠΟ.Τ.

Back to content | Back to main menu