Main menu
Μητρόπολις. Γωνιόλιθος εντιχοισμένος σε σύγχρονη οικία με επιγραφή ΠΟΛΙΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΩΝ.
Μητρόπολις. Χάλκινο νόμισμα. Απόλλωνας -
Μητρόπολις. Ο «εκτός άστεως» ναός του Απόλλωνα. (Χ. Ιντζεσίλογλου).
Μητρόπολις. Ναός του Απόλλωνα. Χάλκινο άγαλμα θεότητας. (Χ. Ιντζεσίλογλου)
Μητρόπολις. Λεπτομέρεια του εσωτερικού της θόλου του τάφου Γεωργικού -
Τμήμα πήλικης κεράμου με εγχάρακτη επιγραφή ΑΙΤΙΙΟ (Ν). (Χ. Ιντζεσίλογλου)
Σημαντική πόλη της Εστιαιώτιδας, κατά το Στράβωνα αποτελούσε τη νοτιοανατολική γωνία των τεσσάρων πόλεων Τρίκκης, Μητροπόλεως, Πελινναίου και Γόμφων της Εστιαιώτιδας 1. Η ταύτιση της θέσης της οφείλεται στην επιγραφή "ΠΟΛΙΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΩΝ" 2, που βρέθηκε σε γωνιόλιθο εντοιχισμένο σε παλαιά οικία του ομώνυμου οικισμού, που παλαιότερα ονομαζόταν «Παλιόκαστρο».
Το όνομα της αρχαίας πόλεως στην επιγραφή με τους δελφικούς θεωροδόκους εμφανίζεται ως Ματρόπολις 3. Το εθνικό σε επιγραφή από τους Δελφούς παρουσιάζεται ως «Ματροπολῖται» 4 με τον γεωγραφικό προσδιορισμό «Θεσσαλοὶ», σε άλλη επιγραφή από το ίδιο ιερό ως «Μητροπολείτην» 5 και σε τρίτη «Μητροπολιτῶν» 6.
Η Μητρόπολις κατά τις πολεμικές συγκρούσεις που έλαβαν χώρα στη Θεσσαλία κατά το 2ο αιώνα π.Χ. ακολούθησε την ίδια τακτική με την άλλη μεγάλη πόλη της Θεσσαλιώτιδας, το Κιέριον. Πρέσβεις της Μητροπόλεως δηλώνουν υποταγή στο ρωμαίο ύπατο Κόιντο Φλαμινίνο, ο οποίος εισβάλλει στη Θεσσαλία το 198 π.Χ., ενώ κατά τη διάρκεια του αντιοχικού πολέμου το 191 π.Χ. η Μητρόπολις παραδίδεται στον ύπατο Μάνιο Ακίλιο 7. Στις πολεμικές επιχειρήσεις που έγιναν στη Θεσσαλία κατά τη διάρκεια του ρωμαϊκού εμφυλίου πολέμου μεταξύ Καίσαρα και Πομπήιου το 48 π.Χ., ενώ το θεσσαλικό Κοινό είχε ταχθεί με την πλευρά του Πομπήιου, μόλις οι Μητροπολίτες πληροφορούνται την κατάληψη και την λεηλασία των Γόμφων από τον Καίσαρα τον υποδέχονται με ανοιχτές πύλες.
Σύμφωνα με το γεωγράφο Στράβωνα η Μητρόπολις ιδρύθηκε με συνοικισμό: «ἡ δὲ Μητρόπολις πρότερον μὲν ἐκ τριῶν συνῴκιστο πολιχνίων ἀσήμων, ὕστερον δὲ καὶ πλείους προσελήφθησαν, ὧν ἦν καὶ ἡ Ἰθώμη. ἀποδεδεγμένας τὸ ἔθος τοῦτο, ὧν εἶναι καὶ τὴν ἐν τῇ Μητροπόλει: ταύτῃ δὲ μίαν τῶν συνοικισθεισῶν εἰς αὐτὴν πόλεων παραδοῦναι τὸ ἔθος Ὀνθύριον» 8. Σύμφωνα με το απόσπασμα αυτό στον αρχικό συνοικισμό συμμετείχε το Ὀνθύριον, αλλά η πόλη επεκτάθηκε μετά την ίδρυση της περιλαμβάνοντας περισσότερες κώμες, μεταξύ αυτών και την Ιθώμη. Στο συνοικισμό της συμμετείχαν και οι Πολίχναι 9.
Η Μητρόπολη είχε ισχυρή θέση μεταξύ των θεσσαλικών πόλεων και αυτό φαίνεται από το κύρος της στο Κοινό των Θεσσαλών, αφού κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. αναφέρεται ως στρατηγός ο Μητροπολίτης Λέων του Παυσανίου 10 και κατά το 2ο αιώνα π.Χ. τρία χρόνια μετά την ίδρυσή του δεύτερου Κοινού στρατηγός γίνεται ο Μητροπολίτης Αιακίδης του Καλλίου την περίοδο 194 – 193 π.Χ. και για δεύτερη φορά από το 191 έως το 190 π.Χ. 11. Το 170 περίπου π.Χ., σύμφωνα με επιγραφή από τη Λαμία, ηγείται του Κοινού των Θεσσαλών ο Μητροπολίτης Πρωτέας του Μονίμου 12, ενώ το 50 π.Χ. είναι στρατηγός ο Πετραίος του Φιλοξενίδου 13. Πολίτης της Μητροπόλεως χρημάτισε επίσης το 2ο αιώνα π.Χ. «αρχιερέας τοῦ κοινοῦ τῶν Θεσσαλῶν και αγωνοθέτης τῶν Πυθίων». Ενώ στους καταλόγους των δελφικών θεωροδόκων του 230-
Τα πρωιμότερα νομίσματα της πόλης χρονολογούνται στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. Οι νομισματικοί τύποι ποικίλουν. Στους εμπροσθότυπους απεικονίζεται κεφαλή Αφροδίτης ή κεφαλή Απόλλωνα ή γενειοφόρος ανδρική κεφαλή, ενώ στους oπισθότυπους Διόνυσος ή περιστέρι που πετάει προς τα δεξιά ή Αφροδίτη Καστνιήτις (εικόνα 38) ή πρόσθιο μέρος ταύρου με κεφαλή άνδρα ή μορφή (Αφροδίτη;) που κρατάει θύρσο και κάθεται σε βράχο κάτω από δέντρο 22.
Η λατρεία της Αφροδίτης ως κύριας θεότητας της πόλης βεβαιώνεται από νομίσματα και την αναφορά του Στράβωνα 23 αλλά και από την επιγραφή από τη Φάλαννα που δημοσιεύει ψήφισμα με εντολή «τόδε τόδε τὸ[ψ]ή[φισ]μ[α ἀναγραφῇ] καὶ τεθῆ[ι] ἐν τῶ<ι ἱ>ε[ρῶι] τῆς Ἀφροδίτης» 24. Η λατρεία του Απόλλωνα αποδεικνύεται από τα νομίσματα και μία επιγραφή του 2ου μισού του 3ου αι π.Χ., όπου αναφέρονται δύο ιερά του Απόλλωνα, ένα στην πόλη και ένα στον οικισμό «Ττυλίχναι» (Πολίχναι) : «[Ἄπλουνα] Ἐκατόμβιεν ὁ λείτορας ὁ ἐν [Ματροπόλει. ὁ λείτ]ορας ὁ ἐπὶ Ττυλίχνας» 25. Τη λατρεία του θεού επιβεβαίωσε η ανασκαφή ενός «εκτός άστεως» 26 ιερού αφιερωμένου στον Απόλλωνα 27 σύμφωνα με ενεπίγραφη αναθηματική στήλη που βρέθηκε μέσα στο σηκό με το όνομα του θεού ΑΠΛΟΥΝΙ. Ο ναός ήταν εκατόμπεδος 28, δωρικού ρυθμού, περίπτερος με εσωτερική πεσσοστοιχία ή κιονοστοιχία. Η στέγη του ήταν καλυμμένη με πήλινες κεραμίδες κορινθιακού τύπου, μεταξύ των οποίων βρέθηκαν κάποιες που ανέγραφαν το εθνικό «ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΩΝ» 29. Με βάση αυτό το εύρημα ο ναός τοποθετείται στη «χώρα» της Μητροπόλεως. Σημαντικό κινητό εύρημα αποτέλεσε ένα χάλκινο άγαλμα όρθιου οπλίτη των μέσων του 6ου αι π.Χ., το οποίο βρέθηκε μέσα στο ναό και θεωρήθηκε ως ένα από τα παλαιότερα αγάλματα της λατρευόμενης θεότητας. Σύμφωνα με τα ανασκαφικά δεδομένα η κατασκευή του ναού χρονολογείται λίγο πριν τα μέσα του 6ου αι π. Χ., ενώ η καταστροφή του από πυρκαγιά το 2° αι. π. Χ. 30.
Οι αρχαιολογικές έρευνες έχουν φέρει στο φως πολλά στοιχεία για τον ιδιωτικό και το δημόσιο βίο της πόλης. Μέσα στο άστυ αποκαλύφθηκε τμήμα ρωμαϊκού λουτρού με ψηφιδωτά δάπεδα 31 διακοσμημένα με γεωμετρικά και μυθολογικά θέματα, το ένα είναι η αρπαγή της Ευρώπης από το Δία μεταμορφωμένο σε ταύρο και το δεύτερο η πειθώ της Ελένης από την Αφροδίτη 32. Επίσης βρέθηκαν τμήμα μεγάλου δρόμου και οικίας με πέντε τουλάχιστον δωμάτια και πεσσοστοιχία 33, ψηφιδωτά δάπεδα με γεωμετρικά σχέδια και τμήμα αναθηματικής στήλης 34 που μαρτυρά λατρεία Διός ΟΜΟΛΟΪΟΥ 35 στην πόλη, όπως και ηρώο 36. Πληροφορίες για την οικονομική ζωή της Μητροπόλεως, παρέχουν οι άφθονοι κεραμευτικοί κλίβανοι ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων που βρέθηκαν μέσα και έξω από την πόλη 37. Το αμυντικό τείχος της αρχαίας πόλεως εντοπίστηκε σε διάφορα σημεία του σύγχρονου οικισμού, έχει πλάτος 3,70μ. και εξωτερικά πύργους για την καλύτερη άμυνα των πολιορκούμενων. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ανασκαφέα πλησιάζει σε κάτοψη το σχήμα ενός δεκαεξαπλεύρου με πλευρά μήκους 160μ. και συνολική περίμετρο 2.560μ. 38.
Στη «χώρα» της Μητροπόλεως ανήκει και ο θολωτός τάφος Γεωργικού Ξυνονερίου, του οποίου η κατασκευή και χρήση χρονολογείται στους μυκηναϊκούς χρόνους 39. Από το εσωτερικό του τάφου προέρχονται οστέινο κτένι, χάνδρες, σφραγιδόλιθοι και χρυσό δακτυλίδι με παράσταση αιγάγρου στον οποίο επιτίθενται γρύπες 40. Έξω από τον τάφο εντοπίστηκε χώρος λατρείας προγόνων 41 αφιερωμένος στον Αίατο 42. Συγκεκριμένα, κάτω από λιθοσωρούς κατασκευασμένους με ποταμίσιες κροκάλες βρέθηκαν αγγεία, πήλινα ειδώλια και πλακίδια ιππέων και άλλα ειδώλια ανδρικά και γυναικεία. Αυτά τα ευρήματα ερμηνεύθηκαν ως αναθήματα και ο συσχετισμός τους με τη γνωστή από τη νοτιότερη Ελλάδα πρακτική της δημιουργίας ιερών προγόνων έξω από θολωτούς μυκηναϊκούς τάφους οδήγησαν αρχικά τον ανασκαφέα στο παραπάνω συμπέρασμα. Το συμπέρασμα επιβεβαιώθηκε από την εύρεση στο χώρο της ανασκαφής τμήματος πήλινης κεράμου λακωνικού τύπου με εγχάρακτη επιγραφή ΑΙΤΙΙΟ ή ΑΙΤΙΙΟΝ. Η μελέτη των ευρημάτων έδειξε ότι το ιερό λειτούργησε από τις αρχές του 5ου αι. π.Χ. και μετά.
Έλσα Νικολάου
Αρχαιολόγος.
Αναπληρώτρια Προϊσταμένη Α.Ι.Θ.Σ.