Φάρσαλος - Arcgaeological Atlas of Thessaly

Search
Go to content

Main menu

Φάρσαλος

Ν. ΛΑΡΙΣΑΣ > 6.500 π.Χ. - 330 μ.Χ. > Π - Ω > Φάρσαλος

Φάρσαλα. Η σημερινή πόλη στη θέση της αρχαίας Φαρσάλου.

Φάρσαλος-τοπογραφικό διάγραμμα με την πορεία των τειχών.

Τείχος ακρόπολης Φαρσάλου.

Στη βόρεια πλαγιά και τις υπώρειες του υψώματος «Προφήτης-Ηλίας» (υψόμετρο 365,90μ.), προβούνου του Ναρθακίου όρους, εκτεινόταν η αρχαία Φάρσαλος 1, καλυμένη σήμερα στο μεγαλύτερο μέρος της από τη σύγχρονη ομώνυμη πόλη. Μπροστά της απλώνεται η εύφορη κοιλάδα του Ενιπέα ποταμού, που  συνδέει τη δυτική θεσσαλική πεδιάδα με τα παράλια του Παγασητικού κόλπου, λειτουργώντας ουσιαστικά ως ένα πέρασμα. Στους πρόποδες του βραχώδους λόφου της Αγίας Παρασκευής, στο βορειοδυτικό άκρο της πόλης, ανέβρυζε η κυριότερη πηγή του Απιδανού ποταμού, γνωστού και  ως Φαρσαλίτη, ο οποίος μαζί με τον Ενιπέα είναι άμεσα συνδεδεμένοι με τη μακραίωνη  ιστορία της. Η γεωγραφική θέση της Φαρσάλου ήταν σπουδαίας στρατηγικής σημασίας   καθώς σε αυτή διασταυρώνονταν βασικοί οδικοί άξονες. Άλλωστε αυτό ακριβώς εκφράζει και η επίσημη ονομασία της πόλης την περίοδο της  τουρκοκρατίας, Τσιατάλτζα, δηλαδή  σταυροδόμι.
Περισυλλογές αρχαιοτήτων στην  περιοχή είχαν πραγματοποιηθεί ήδη από τον 19ο αι., ενώ οι πρώτες περιορισμένης κλίμακας ανασκαφές στα Φάρσαλα διενεργήθηκαν στις αρχές του περασμένου αιώνα από τον τότε Έφορο Αρχαιοτήτων Απ. Αρβανιτόπουλο και στη συνέχεια από τον Νικ. Γιαννόπουλο. Στη δεκαετία του 1950 ο Νικ. Βερδελής ανασκάπτει τάφους στα  δύο νεκροταφεία της αρχαίας πόλης –ανατολικό  και δυτικό- κυρίως όμως στο δεύτερο  όπου ήλθαν στο φως   ταφές από τα μυκηναϊκά έως και τα ελληνιστικά χρόνια. Στα χρόνια που ακολούθησαν συνεχίστηκαν να διενεργούνται κατά διαστήματα σωστικές ανασκαφές στην πόλη, και ειδικότερα την τελευταία εικοσαετία, με αφορμή την εκτέλεση διαφόρων δημόσιων και ιδιωτικών έργων.
Η πρωιμότερη κατοίκηση στην περιοχή ανάγεται τουλάχιστον  στη νεότερη νεολιθική περίοδο και πιστοποιείται από  κεραμική που έχει βρεθεί σε τομές  στο λόφο της Αγίας Παρασκευής. Στην  ίδια θέση ανασκάφθηκε τμήμα  πιθανόν οχυρωματικού περιβόλου της Εποχής Χαλκού, ενώ οι επιχώσεις  των μυκηναϊκών χρόνων σε συνδυασμό με τους θαλαμοειδείς και κιβωτιόσχημους τάφους του δυτικού νεκροταφείου οδήγησαν παλαιότερους ερευνητές να την ταυτίσουν με την ομηρική Φθία 2, γενέτειρα του μυθικού ήρωα Αχιλλέα, θέμα  που παραμένει ακόμη ανοικτό σε συζήτηση. Από τον οικισμό της πρωτογεωμετρικής/γεωμετρικής περιόδου, ο οποίος στα αρχαϊκά χρόνια μετεξελίχθηκε στην πόλη της Φαρσάλου, εκτός της κεραμικής που εντοπίζεται σε οικόπεδα στο  κέντρο της σύγχρονης πόλης,  βρέθηκε πρόσφατα  και τμήμα του νεκροταφείου του, που αποτελεί συνέχεια προς βορρά των παραπάνω μυκηναϊκών-υπομυκηναϊκών ταφών. Συγκεκριμένα αποκαλύφθηκαν σαράντα τρεις τάφοι -κιβωτιόσχημοι, θολωτοί, ταφικοί περίβολοι- που χρονολογούνται  από τον 11ο έως και τον 9ο αι. π.Χ. και τα κτερίσματα  που περιείχαν φανερώνουν κυρίως επαφές με νότιο Ελλάδα, χωρίς  να απουσιάζουν  και οι επιδράσεις από βορειότερες περιοχές του θεσσαλικού χώρου.
Για τις απαρχές της πρωτεύουσας πόλης της τετράδος Φθιώτις, τη Φάρσαλο,   τα ανασκαφικά δεδομένα που διαθέτουμε είναι λιγοστά, εντοπισμένα κυρίως σε δοκιμαστικές τομές.  Ωστόσο με βάση και τις φιλολογικές μαρτυρίες  φαίνεται ότι η πόλη ευημερούσε κατά τους υστεροαρχαϊκούς χρόνους. Οι αρχαίες πηγές  επισημαίνουν τον πλούτο και τη δύναμη των αριστοκρατικών φρατριών της, των Δαοχίδων και των Μενονίδων, που στηρίζονταν  στη γη και στο ιππικό της, το  καλύτερο σε όλη τη Θεσσαλία. Στην εποχή αυτή χρονολογείται και ο γνωστός  θολωτός τάφος του δυτικού νεκροταφείου της που οριζόταν με πολυγωνικό περίβολο και καλυπτόταν από τύμβο. Ένας μελανόμορφος κρατήρας του ζωγράφου του Εξηκία αποτελεί το σημαντικότερο από  τα  κτερίσματα του τάφου,  ο οποίος συνέχισε να χρησιμοποιείται μέχρι και την ελληνιστική περίοδο, λειτουργώντας πιθανόν πλέον ως «ηρώο». Από το ίδιο νεκροταφείο προέρχεται και το καλής ποιότητας επιτύμβιο ανάγλυφο του αυστηρού ρυθμού, σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου, με παράσταση δύο γυναικείων μορφών που κρατούν λουλούδια.


Αμέσως μετά τα Μηδικά, 479 π.Χ., η  πόλη άρχισε να κόβει δικά της νομίσματα, τα οποία στον εμπροσθότυπό τους έχουν κεφαλή Αθηνάς με αττικό ή και κορινθιακό κράνος, που τεχνοτροπικά ομοιάζει με αυτήν των αθηναϊκών κοπών. Πέρα του γεγονότος των καλών σχέσεων Φαρσάλου-Αθήνας τον 5ο αι. π.Χ., η επιλογή του συγκεκριμένου θέματος δεν μπορεί να εξηγηθεί ακόμα ικανοποιητικά, όπως επίσης και ο λόγος για τον οποίο η πόλη δε συμμετείχε στη θεσσαλική νομισματική ένωση  του 5ου αι. π.Χ. Σε όλη τη διάρκεια του αιώνα ο ανταγωνισμός που υποβόσκει μεταξύ της Λάρισας, της Φαρσάλου και των Φερών για τον πρωτεύοντα ρόλο στα θεσσαλικά πράγματα θα ενταθεί και θα καταλήξει στη στροφή του 5ου προς τον 4ο αιώνα σε ανοικτή σύγκρουση. Η Θεσσαλία γενικότερα θα εμπλακεί στη δίνη εμφύλιων συρράξεων και η Φάρσαλος ειδικότερα θα υποταχθεί τελικά γύρω στο 374 π.Χ στον ισχυρό τύραννο των Φερών Ιάσονα.
Η επιλογή της πόλης να σταθεί στο πλευρό του Φιλίππου Β΄ της έδωσε τη δυνατότητα μεγάλης ακμής στα χρόνια της μακεδονικής κυριαρχίας στο θεσσαλικό χώρο, από τα μέσα του 4ου αι.π.Χ. και μετά. Τότε θα πρέπει να χρονολογηθεί και  το τείχος της αρχαίας πόλης στη μορφή  που μας σώζεται, αν και κάποια τμήματά του σαφώς ανήκουν σε παλαιότερες φάσεις οχύρωσης ή και μεταγενέστερες επιδιορθώσεις ή προσθήκες. Το τείχος είναι  δομημένο  από ντόπιο γκριζόλευκο ασβεστόλιθο, σύμφωνα με το ισόδομο σύστημα τοιχοδομίας κατά κύριο λόγο. Η ακρόπολη, μήκους έως 500μ. και μέγιστου πλάτους 60μ.,  καταλαμβάνει  την κορυφή του βραχώδους υψώματος «Προφήτης-Ηλίας» και όπως διατηρείται σήμερα αποτελεί εξολοκλήρου σχεδόν ανακατασκευή των βυζαντινών χρόνων. Προστατεύεται από  σειρά πύργων αλλά και από την απότομη  κατάπτωση των ίδιων των βράχων, ιδιαίτερα στη νότια πλευρά της. Η πρόσβαση από την πόλη σε αυτή γινόταν μέσω μιας στενής πύλης στο βόρειο σκέλος του τείχους της, ενώ μια μεγαλυτέρου ανοίγματος πύλη, αντωπά αυτής, έδινε τη δυνατότητα διαφυγής απευθείας εξωτερικά της ακρόπολης. Το τείχος της πόλης υπολογίζεται ότι δεν ξεπερνούσε τα 5χμ. Σήμερα, σε όλη την περίμετρό του είναι ορατοί δεκαοκτώ ορθογώνιοι πύργοι και εντοπίζονται τρεις πύλες και δύο πυλίδες. Τα σωζόμενα τμήματα της οχύρωσης έχουν ιδιαίτερη σημασία για την γνώση του πολεοδομικού ιστού της αρχαίας πόλης αφού με βάση αυτά κατέστη δυνατή η οριοθέτηση της έκτασής της και ο εντοπισμός των intra muros δραστηριοτήτων.
Το σύνολο των σωστικών ανασκαφών που έχουν πραγματοποιηθεί έως τώρα  διαφωτίζουν πλέον αρκετά την πόλη των ελληνιστικών χρόνων. Έχουν αποκαλυφθεί κυρίως  τμήματα οικιών, χαλικόστρωτων δρόμων, πηγάδια, αποχετευτικοί αγωγοί, λείψανα κτισμάτων δημοσίας χρήσεως, όπως στοών, αποθηκών και καταστημάτων καθώς και τάφοι. Δεν έχουν εντοπισθεί ακόμη τα δημόσια οικοδομήματα, το θέατρο ή οι χώροι άθλησης, αν και για τα τελευταία υπάρχουν κάποιες ενδείξεις. Εντούτοις, φαίνεται ότι η πολιτική και εμπορική δραστηριότητα ήταν συγκεντρωμένη στον  χώρο που αντιστοιχεί στο κέντρο περίπου της σύγχρονης πόλης, ενώ πολλές ιδιωτικές κατοικίες  εκτείνονταν μέχρι τη σημερινή συνοικία του Αγίου Νικολάου («Βαρούσι» κατά τη διάρκεια της  τουρκοκρατίας). Επίσης, παρά τις επιγραφικές μαρτυρίες και τα άλλα κινητά ευρήματα, κυρίως πήλινα ειδώλια, δεν έχουν ανασκαφθεί ακόμα λείψανα των ιερών της πόλης, με εξαίρεση δύο αποθέτες που πρέπει να ανήκαν σε ιερό Δήμητρας όπως και ένα μικρό δημόσιο ιερό, έναν «οίκο», αφιερωμένο στη λατρεία γυναικείων θεοτήτων. Σε αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε και τους ιδιωτικούς χώρους λατρείας που εντοπίζονται  στις ανασκαμμένες οικίες. Σε δύο διαχρονικά σημεία πίστης, την κορυφή  του υψώματος της Αγίας Παρασκευής και στο λόφο του Αγίου Νικολάου τοποθετούνται αντίστοιχα ο ναός του Θαυλίου Διός και ο ναός του Ασκληπιού. Πιστοποιείται ακόμη λατρεία της Άρτεμης, της Αφροδίτης, της Εννοδίας, του  Ερμή, της Αθηνάς, της Κυβέλης και του γιού της Άττι, κ.ά.  Αξιοσημείωτη επίσης,  η εύρεση  κυβολίθων  που φέρουν συνήθως  μία  ή τρεις μαστοειδείς αποφύσεις αφιερώματα σε κάποια άγνωστη προς το παρόν θεότητα. Παρόμοια ευρήματα προέρχονται και από δύο ακόμη όμορες αρχαίες πόλεις, την Ερέτρια και το  Πεύμα (σημ. Καλλιθέα). Τέλος στα δυτικά της Φαρσάλου και  σε μικρή  απόσταση από αυτή, στη θέση «Αλογοπάτι» υπάρχει σπηλαιώδης ρωγμή στην οποία, σύμφωνα με τις επιγραφές που έχουν χαραχτεί εκατέρωθεν της εισόδου της,   λατρεύονταν ο Πάνας, ο Χείρωνας  και οι Νύμφες.
Το 48 π.Χ. στην πεδιάδα που απλώνεται μπροστά στην πόλη θα διεξαχθεί μία από τις σημαντικότερες μάχες των εμφύλιων συρράξεων ανάμεσα στους ρωμαίους στρατηγούς για τη διακυβέρνηση του κράτους. Πρόκειται για τη γνωστή μάχη ανάμεσα στον  Πομπήιο και τον Καίσαρα, που κατέληξε σε νίκη του δευτέρου. Το γεγονός αυτό αποτελεί και τη τελευταία γραπτή αναφορά στη Φάρσαλο, η οποία στα ρωμαϊκά χρόνια θα ακολουθήσει την μοίρα των άλλων ελληνικών πόλεων για να συρρικνωθεί τέλος στη βυζαντινή εποχή στο ψηλότερο τμήμα της βόρειας πλαγιάς του υψώματος Προφήτης Ηλίας, αμέσως κάτω από την ακρόπολη, καταλαμβάνοντας το 1/6 περίπου της αρχικής της έκτασης. Παρόλα αυτά φαίνεται ότι και τα χρόνια αυτά δεν ήταν καθόλου άσημη. Η πόλη συμπεριλήφθηκε στο πρόγραμμα του Ιουστινιανού και επανοχυρώθηκε τον  6ο αι.μ.Χ., όπως μαρτυρεί και ο Προκόπιος στο  έργο του «Περί Κτισμάτων». Οι αναφορές στην πόλη πυκνώνουν από τα τέλη του 10ου αι. στις εκκλησιαστικές πηγές και σε σχέση με τη διεξαγωγή πολεμικών γεγονότων. Το 1382 αποτελεί από κοινού πλέον μητρόπολη με το Φανάρι Καρδίτσας,  το 1204 καταλαμβάνεται από το Βονιφάτιο Μομφερατικό, το 1348 και για σαράντα  πέντε χρόνια βρίσκεται υπό την εξουσία των Σέρβων ώσπου το 1393, όπως και ολόκληρη η Θεσσαλία, υποτάσσεται στους Τούρκους, οι οποίοι θα κατοικήσουν εκ νέου στην έκταση της αρχαίας πόλης.
Σήμερα, τα περισσότερα από τα ανασκαμμένα λείψανα της Φαρσάλου έχουν καταχωθεί και ορατά σε απαλλοτριωμένα οικόπεδα μέσα στον ιστό της σύγχρονης πόλης διατηρούνται μόνο τμήματα του τείχους και ταφικά μνημεία.


Φώτης Ντάσιος
Αρχαιολόγος Α.Ι.Θ.Σ.

ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΦΑΡΣΑΛΩΝ

ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΦΑΡΣΑΛΩΝ

 

Φάρσαλος. Θολωτός τάφος υστεροαρχαϊκών χρόνων.

Back to content | Back to main menu