Ομόλιον - Arcgaeological Atlas of Thessaly

Search
Go to content

Main menu

Ομόλιον

Ν. ΛΑΡΙΣΑΣ > 6.500 π.Χ. - 330 μ.Χ. > Κ - Ο > Ομόλιον

H αρχαιολογική θέση ΝΔ του σημ. χωριού Ομόλιο. (Αεροφωτογραφία).

Χάλκινο νόμισμα του Ομολίου με εμπροσθότυπο μια ανδρική γενειοφόρο μορφή με κωνικό πίλο (Φιλοκτήτης;). Στον οπισθότυπο ένα κουλουριασμένο φίδι πλαισιώνεται από την επιγραφή ΟΜΟΛ-ΙΕΩΝ και μια μικρογραφία βότρυ.

Δημόσια σφραγίδα αρχαίου Ομολίου.

Επιγραφή που αναφέρεται στα σύνορα των Γόννων με το Ηράκλειο Πιερίας (Αρβανιτόπουλος, ΑΕ 1913, σελ. 40, εικ. 7).

Χρυσά κοσμήματα από τάφο στο Ομόλιο. 3ος αι. π.Χ. (Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου).

Χρυσό σκουλαρίκι σε σχήμα μισοφέγγαρου πάνω στο οποίο εδράζεται φτερωτό άλογο. (Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου).

Χρυσό σκουλαρίκι σε σχήμα μισοφέγγαρου. (Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου).

Χρυσή αλυσίδα. Το ένα της άκρο, που διασώζεται ακέραιο, απολήγει σε λεοντοκεφαλή. Εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου.

Χρυσό κόσμημα για το λαιμό. (Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου).

Χρυσό σφραγιστικό δαχτυλίδι του 2ου αι. π.Χ., στη σφενδόνη του οποίου υπάρχει έγγλυφη παράσταση της Λήδας με τον Δία μεταμορφωμένο σε κύκνο, ενώ στο κάτω μέρος της παράστασης υπάρχουν δύο δόρατα, ασπίδα και η επιγραφή ΟΜΟΛΕΙΑΙΩΝ (Μουσείο Μπενάκη).

Σχέδιο της τειχισμένης αρχαιολογικής θέσης κοντά στο παλιό χωριό Λασποχώρι (σημ. Ομόλιο). (Αρβανιτόπουλος ΠΑΕ 1911, 285, εικ.2).

Το «Ομόλιον» ήταν μία από τις πιο σημαντικές πόλεις της αρχαίας Μαγνησίας, η σπουδαιότερη εκτός του Παγασητικού κόλπου, η οποία μάλιστα έστελνε επανειλημμένα στην Αμφικτυονία των Δελφών τον ένα από τους δύο αντιπροσώπους (Ιερομνήμονες) που είχαν το δικαίωμα να στείλουν κάθε φορά οι Μάγνητες. Αν και η ακριβής θέση της αρχαίας πόλης δεν είναι τελείως ξεκάθαρη ούτε και επιγραφικά τεκμηριωμένη, εντούτοις ευρέως πιστεύεται ότι ήταν χτισμένη στους βόρειους πρόποδες της Όσσας, νότια του Πηνειού ποταμού, στην έξοδο των Τεμπών, και σε αρκετή απόσταση από τη θάλασσα, πάνω σε λόφο νοτιοδυτικά από το σημερινό χωριό Ομόλιο (πρώην Λασποχώρι), όπου υπάρχουν τα λείψανα αρχαίου τειχισμένου οικισμού.
Οι αρχαίες πηγές και κυρίως οι επιγραφικές μαρτυρίες, που αναφέρονται στο Ομόλιο, είναι σημαντικά περισσότερες σε σχέση με αυτές που αναφέρονται στις γειτονικές πολίχνες Ευρυμενές και Ριζούντα. Αξίζει ωστόσο να αναφερθεί, ότι -σχεδόν όλες αυτές οι επιγραφές- δεν έχουν βρεθεί σε κάποια περιοχή της αρχαίας βόρειας Μαγνησίας, όπου θα μπορούσε να εκτείνεται η πόλη του αρχαίου Ομολίου, αλλά προέρχονται από άλλες περιοχές της Ελλάδας, όπως οι Δελφοί, η Επίδαυρος κλπ. Αντίθετα, στις επιγραφές που γνωρίζουμε ότι έχουν βρεθεί στην ευρύτερη περιοχή του σημερινού Ομολίου, δεν αναφέρεται το εθνικό όνομα κάποιας πόλης 1.
Το εθνικό όνομα του Ομολίου το βρίσκουμε στα χάλκινα νομίσματα που έκοβε η πόλη μέχρι και τον 3ο αι. π.Χ., των οποίων η οπίσθια όψη έφερε την επιγραφή ΟΜΟΛΙΕΩΝ ή ΟΜΟΛΙΚΟΝ και η οποία, συχνά μαζί με μια μικρογραφία βότρυ 2, πλαισίωνε ένα κουλουριασμένο φίδι. Στον εμπροσθότυπο 3 μια ανδρική γενειοφόρος μορφή με κωνικό πίλο, πιστεύεται ότι αναπαριστά μάλλον τον ομηρικό ήρωα Φιλοκτήτη 4. Αν και στον Όμηρο, η πόλη Ομόλιο δεν αναφέρεται πουθενά, φαίνεται ωστόσο ότι η πόλη κατά τον 4ο τουλάχιστον αι. π.Χ. αποκτά ιδιαίτερη δύναμη και ηγετική θέση στην περιοχή της αρχαίας βόρειας Μαγνησίας, ώστε να οικειοποιηθεί τον μύθο του ομηρικού ήρωα Φιλοκτήτη, φιλοτεχνώντας τη μορφή του 5 στα νομίσματά της, και υιοθετώντας ως σύμβολο της πόλης, το κουλουριασμένο φίδι 6.
Έτσι, το φίδι που ελίσσεται δεν εμφανίζεται μόνο στον οπισθότυπο των νομισμάτων του Ομολίου, αλλά και στα πήλινα δημόσια σφραγίσματα της πόλης, όπως αυτό
του 3ου αι. π.Χ. που εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Άμφισσας προερχόμενο από τον αρχαιολογικό χώρο της αρχαίας Καλλίπολης 7, της ανατολικότερης πόλης των Αιτωλών και κέντρου της κοινότητας των Καλλιέων και πιθανότατα ολόκληρου του αιτωλικού έθνους των Οφιονέων.
Η δημόσια αυτή πήλινη σφραγίδα φέρει εξωτερικά του σώματος του φιδιού την επιγραφή ΟΜΟΛΙΕΩΝ.
Η αναφορά του Ομολίου στις αρχαίες φιλολογικές πηγές είναι αρκετά συχνή. Την παλαιότερη την βρίσκουμε στον Σκύλακα 8, (5ος-4ος αι. π.Χ.), σύμφωνα με τον οποίο η πόλη ανήκε στην Μαγνησία και βρισκόταν κοντά στον ποταμό Πηνειό. Ο Στράβων 9 μας παραδίδει ότι η πόλη εκτός από «Ομόλιο» ονομαζόταν και «Ομόλη». Βρισκόταν στις πλαγιές της Όσσας προς την πλευρά της Μακεδονίας, κοντά στις εκβολές του ποταμού Πηνειού, στο σημείο ακριβώς όπου ο ποταμός εξέρχεται από τα Τέμπη 10. Αντίθετα, σε μια Ορφική Αργοναυτική Εκστρατεία 11 που χρονολογείται κάπου ανάμεσα στον 6ο και τον 4ο αι. π.Χ., το Ομόλιο καταγράφεται ως πόλη παραθαλάσσια κοντά σε ποταμό που χύνεται στη θάλασσα. Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος, στα δικά του Αργοναυτικά (3ος αι. π.Χ.), περιγράφοντας το ναυτικό δρομολόγιο των Αργοναυτών κατά μήκος των παραλίων της Μαγνησίας από νότο προς βορρά, αναφέρει ότι, το Ομόλιο, βρισκόταν αμέσως μετά τη Μελίβοια και πριν την πόλη των Ευρυμενών, σε πλαγιά πάνω από τη θάλασσα. Ο Ηρακλείδης ο Κριτικός 12, περιηγητής και γεωγράφος του 3ου ή 2ου αι. π.Χ. αναφέρει ότι το Ομόλιο ήταν η βορειότερη πόλη της Μαγνησίας και ότι μαζί με το Στόμιο της Θεσσαλίας αποτελούσαν τα όρια της Ελλάδας. Ο Πλίνιος 13 αναφέρει το Ομόλιο, αφού πρώτα απαριθμεί τις πόλεις Μελίβοια, Ριζούντα, Ευρυμεναί και το πέρασμα του Πηνειού. Ο Στέφανος Βυζάντιος 14, τον 6ο μ.Χ. αι., αναφέρει ότι με το όνομα «Ομόλη» ή «Όμολος» υπήρχε βουνό στη Θεσσαλία, ενώ οι κάτοικοι ονομάζονταν «Ὁμολοεῖς». Από το βουνό αυτό ο Δίας πήρε το όνομα «Ὁμολώϊος» και λατρευόταν κυρίως στη Βοιωτία. Ο Στέφανος Βυζάντιος αναφέρεται επίσης και σε μια πόλη με το όνομα «Ὁμόλιον» η οποία ανήκε και στη Μακεδονία και στη Μαγνησία. Ο κάτοικος της πόλης αυτής ονομαζόταν «Ὁμολιεύς». Στους Κανόνες του Θεογνώστου 15, του 9ου αι. μ.Χ., αναφέρεται μια πόλη με το όνομα «Ομόλιο» χωρίς να δίδονται άλλα στοιχεία.
Όσον αφορά τις επιγραφές, στην πλειονότητα τους χρονολογούνται από τον 4ο αι.
π.Χ. μέχρι τον 1ο αι. μ.Χ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει μια επιγραφή από την Επίδαυρο 16 που χρονολογείται το 360-359 π.Χ. και η οποία μας διασώζει τα ονόματα των θεωροδόκων 17 των ελληνικών πόλεων και εθνών στο Ασκληπιείο της Επιδαύρου, όπου μεταξύ αυτών αναφέρεται και ο Δωριεύς από το Ομόλιο. Η ανεύρεση του Ομολίου στην επιγραφή αυτή πιστοποιεί ότι τον 4ο αι. π.Χ. το Ομόλιο ήταν ένα μεγάλο αστικό κέντρο που έστελνε θεωρούς σε πανελλήνιους αγώνες και θρησκευτικές γιορτές 18.
Η σπουδαιότητα και η δυναμική της πόλης υποδηλώνεται και από τους Δελφικούς
καταλόγους του 4ου αι. π.Χ., σύμφωνα με τους οποίους σε πολλές περιπτώσεις, ο ένας από τους δύο ιερομνήμονες της Μαγνησίας προερχόταν από το Ομόλιον 19. Από τους Δελφούς προέρχεται ακόμη μια σημαντική επιγραφή 20 του έτους 362/1 π.Χ., όπου αναγράφεται ότι το Ομόλιο προσέφερε οικονομική βοήθεια για την ανοικοδόμηση του ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς, και συγκεκριμένα το χρηματικό ποσό των τριακοσίων τριάντα έξι δραχμών και τριών οβολών. Η κίνηση αυτή φανερώνει τις άριστες πολιτικές και διπλωματικές σχέσεις που είχε το Ομόλιο με το Πανελλήνιο Ιερό των Δελφών καθώς και το έντονο θρησκευτικό ενδιαφέρον των κατοίκων της πόλης. Αξίζει εδώ να αναφέρουμε ότι από το Ομόλιο ήταν και ένας ιερέας του Διὸς Ἀκραίου, ο Κρίνωνας ο γιος του Παρμενίωνα, σύμφωνα με μια επιγραφή 21 που χρονολογείται στον 2ο αι. π.Χ. και βρέθηκε στο Μαντείο του Κοροπαίου Απόλλωνα 22.
Σε άλλη επιγραφή, πάλι από τους Δελφούς, του 337/6 π.Χ., αναφέρεται ένας ταμίας από το Ομόλιο
23, ενώ σε μια επιγραφή από το Άργος που χρονολογείται μετά το 323 π.Χ. παρέχεται ένας αποσπασματικός κατάλογος με χρηματικά ποσά που συνεισέφεραν πόλεις από τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, πιθανότατα για τα έξοδα των ιερών απεσταλμένων. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται το Ομόλιο που συνεισφέρει το ποσό των δέκα δραχμών 24. Το εθνικό «Ομολιέων» αναγράφεται επίσης και σε μια επιγραφή από το Ασκληπιείο της Κω 25, που χρονολογείται το 242 π.Χ. Σύμφωνα με την επιγραφή αυτή, το Ομόλιο, οι Γόννοι, οι Φθιώτιδες Θήβαι και τα Μέγαρα αναγνώριζαν και αποδέχονταν την ασυλία του Ασκληπιού της Κω.
Τέλος, ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι επιγραφικές μαρτυρίες από τους Γόννους της
Περραιβίας, με τους οποίους φαίνεται ότι το Ομόλιο είχε κοινά σύνορα. Σε μια αποσπασματική επιγραφή 26 που χρονολογείται στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. και αναφέρεται σε συνοριακές διαφορές των Γόννων της Περραιβίας με το Ηράκλειο της Πιερίας, εμφανίζεται και το όνομα της πόλης του Ομολίου, γεγονός που οδήγησε τον Αρβανιτόπουλο 27 να συμπεράνει ότι, «τα περιγραφόμενα (στην επιγραφή) ετελέσθησαν κατά την έξοδον των Τεμπών εγγύς του Πηνειού». Η επιγραφή αυτή παράλληλα ενίσχυσε την πίστη πολλών ερευνητών ότι η θέση του αρχαίου Ομολίου βρισκόταν κοντά στο χωριό Λασποχώρι (σημ. Ομόλιο). Σε μια άλλη επιγραφή, πάλι από τους Γόννους, διαφαίνονται οι καλές σχέσεις των Γόννων και του Ομολίου, αφού με ένα προξενικό ψήφισμα 28 που χρονολογείται περίπου στο 200-150 π.Χ., ένας πολίτης από το Ομόλιο, ο Αμύντας του Δημοκράτους, τιμάται με προξενία 29 από την πόλη των Γόννων.
Η ονομασία της πόλης ετυμολογικά
πρέπει να προέρχεται από τη λέξη «Ὁμολος», που σημαίνει ομαλός στην αιολική διάλεκτο. Ωστόσο, υπάρχει και το όνομα «Ομολώιος» 30 που ήταν προσωνυμία του Δία στις περιοχές της Βοιωτίας και της Θεσσαλίας. Προς τιμή του Ομολωίου Διός (ή και της Ομολωίας Δήμητρας) τελούνταν στη Θήβα, τα «Ομολώια» ή «Ομόλια», γιορτή με μουσικούς κι άλλους αγώνες. Κατά τη διάρκεια της γιορτής αυτής συγκεντρωνόταν στη Θήβα πλήθος κόσμου και αθλητές από όλη τη Βοιωτία. Ο Στέφανος Βυζάντιος συσχετίζει το όνομα του Δία με το όρος «Ομόλη» ή «Ομόλιο» της Θεσσαλίας. Κι ο Παυσανίας 31  υποστήριζε τον 2ο μ.Χ. αι., ότι οι Ομολωίδες πύλες της Θήβας όφειλαν το όνομά τους στο προαναφερθέν όρος της Θεσσαλίας, φημισμένο για τα πολλά νερά και την ευφορία του. «Ομολώιος» ήταν επίσης και η ονομασία ενός μήνα σε πάρα πολλά αρχαία ελληνικά μηνολόγια.
Το πλήθος των επιγραφικών μαρτυριών, των νομισμάτων αλλά και των αρχαιολογικών ευρημάτων που κατά καιρούς
έχουν βρεθεί και έχουν αποδοθεί στη πόλη του Ομολίου, φανερώνουν μια πόλη ιδιαίτερα σημαντική και πλούσια, η οποία εκμεταλλευόταν προφανώς τη γεωγραφική της θέση στα σύνορα της Μαγνησίας με τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, ελέγχοντας την έξοδο των Τεμπών και τον ρου του Πηνειού λίγο πριν από τις εκβολές του στη θάλασσα. Εκεί, σύμφωνα με τον Αρβανιτόπουλο, υπήρχε και μια γέφυρα στους πρόποδες του βουνού, όπου ήταν κτισμένη η πόλη 32. Η θέση ΝΔ από το σημερινό χωριό Ομόλιο (πρώην Λασποχώρι), φαίνεται ιδανική για την αρχαία πόλη του Ομολίου, αφού συνδυάζει το σύνολο σχεδόν των πληροφοριών που αντλούμε από τις φιλολογικές πηγές. Σ’ αυτό φαίνεται εξάλλου να συμφωνούν οι περισσότεροι μελετητές που ασχολήθηκαν με την αρχαία τοπογραφία της περιοχής 33, με εξαίρεση τον Leake 34, που την είχε τοποθετήσει ανάμεσα στο Στόμιο και στην Καρύτσα, στο μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου, και πρόσφατα τον Bruno Helly 35 που πιστεύει ότι πρέπει να τοποθετηθεί στο «Παλιόκαστρο» Κόκκινου Νερού Καρύτσας, νοτιότερα, δηλαδή, και από τον Ριζούντα, που τον τοποθετεί στο μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου, και από τις Ευρυμενές, τις οποίες ταυτίζει με το σημερινό Ομόλιο.
Χωρίς να μπούμε στον πειρασμό να
υιοθετήσουμε, να απορρίψουμε ή να προτείνουμε μια θέση για το αρχαίο Ομόλιο, θα αρκεστούμε να αναφέρουμε ότι στα ΝΔ. του σημερινού Ομολίου (πρώην Λασποχώρι), σε μια φυσικά οχυρή θέση όπου βρίσκεται η εκκλησία του Προφήτη Ηλία, βρέθηκαν τα ερείπια μιας αρχαίας πόλης, καθώς και τμήματα από τα τείχη της ακρόπολης που χρονολογούνται στον 5ο αι. π.Χ. Στο χώρο αυτό, μεταξύ άλλων, ανασκάφηκαν ένας μικρός αρχαϊκός ναός 36 που έφερε πήλινη αρχιτεκτονική διακόσμηση 37, καθώς επίσης γεωμετρικοί και κλασικοί τάφοι, οικοδομήματα που ανήκαν πιθανότατα σε θέατρο, όπως υπέθεσε ο Αρβανιτόπουλος κυρίως από τη διαμόρφωση του εδάφους, την αμφιθεατρικότητα της θέσης, αλλά και την ανεύρεση δύο μαρμάρινων θρόνων, καθώς και από διάφορα άλλα οικοδομήματα. Σε ένα από αυτά βρέθηκε το δεξί πόδι ενός κολοσσιαίου πήλινου αγάλματος 38, που θα είχε ύψος περίπου 5μ. και πιθανότατα παρίστανε το Δία.
Στις παρυφές της αρχαίας αυτής πόλης
αποκαλύπτονται συχνά τάφοι, κυρίως προς τα βόρεια της πόλης, όπου υπάρχουν χαμηλοί γήλοφοι, κοντά στη δεξιά όχθη του Πηνειού ποταμού. Οι τάφοι αυτοί, οι παλαιότεροι των οποίων χρονολογούνται στην πρωτογεωμετρική περίοδο 39, είναι συνήθως πλούσια κτερισμένοι. Σε ένα τάφο που χρονολογείται τον 4ο αι. π.Χ. αποκαλύφθηκε ένας αληθινός θησαυρός χρυσών κοσμημάτων εξαιρετικής τέχνης. Τα κοσμήματα αυτά που σήμερα εκτίθενται στο Αθανασάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου, και είναι εξαιρετικά δείγματα κοκκιδωτής και συρματερής τεχνικής, σύμφωνα με τον Δ. Θεοχάρη 40 βρέθηκαν σε ένα απλό λακκοειδή τάφο, «χωρίς άλλη διαμόρφωση».
Αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι η ύπαρξη
χρυσών κοσμημάτων, ως κτερισμάτων στους τάφους της ευρύτερης περιοχής, είναι σχετικά συχνή και πολλά από αυτά εκτίθενται εκτός από το Μουσείο του Βόλου και στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης, καθώς και στο Μουσείο Μπενάκη, όπου μάλιστα εκτίθεται και ένα χρυσό σφραγιστικό δαχτυλίδι του 2ου αι. π.Χ., στη σφενδόνη του οποίου υπάρχει έγγλυφη παράσταση της Λήδας με τον Δία μεταμορφωμένο σε κύκνο, ενώ στο κάτω μέρος της παράστασης υπάρχουν δύο δόρατα, ασπίδα και η επιγραφή ΟΜΟΛΕΙΑΙΩΝ 41.


Βασίλειος Καραχρήστος
Ιστορικός - Msc Αρχαιολόγος

Α.Ι.Θ.Σ.

Back to content | Back to main menu