Κραννών - Arcgaeological Atlas of Thessaly

Search
Go to content

Main menu

Κραννών

Ν. ΛΑΡΙΣΑΣ > 6.500 π.Χ. - 330 μ.Χ. > Κ - Ο > Κραννών

Πυραμοειδής τάφος Κραννώνας.

Τάφος Κραννώνας.

Τάφος Κραννώνας.

Αργυρό ημιωβόλιο Κραννώνας. (β’ τέταρτο 5ου αι. π.Χ.)

Πόλη της Πελασγιώτιδας 1 , 15 χμ. ΝΔ της Λάρισας, που πιθανόν  το όνομά της προέρχεται από την  αιολική λέξη’’ κράννα’’ και το έλαβε από μια θερμή πηγή που υπήρχε εκεί. Η θέση της στο νοτιοδυτικό τμήμα της ανατολικής θεσσαλικής πεδιάδας, βόρεια του οροπέδιου που σχηματίζεται ανάμεσα στα όρη Χαλκηδόνιο και Φυλλήϊο, σε ένα φυσικό πέρασμα από την πεδιάδα της Λάρισας σ’ αυτή της Φαρσάλου, την καθιστούσαν μία από τις σημαντικότερες πόλεις της αρχαίας Θεσσαλίας. Τα σημάδια της πρωιμότερης κατοίκησης που εντοπίζονται  στην περιοχή ανάγονται στην αρχαιότερη νεολιθική εποχή, ενώ και οι επόμενες περίοδοι εμφανίζονται χωρίς κενά. Η πόλη ταυτίστηκε από αρχαίους συγγραφείς με την ομηρική Εφύρα 2. Κατά τον 6ο και 5ο αι. π.Χ. γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη  χάρη και στο εύφορο «κραννώνιο πεδίον» της. Η ακμή της έφτασε στο απόγειο υπό την εξουσία των Σκοπάδων, σπουδαίας οικογενειακής φατρίας Θεσσαλών, γνωστής για τον πλούτο της και για την αγάπη της για την τέχνη. Η παράδοση αναφέρει μάλιστα διαμονή των ποιητών Πινδάρου και Σιμωνίδη στο ανάκτορο των Σκοπάδων.
Μετά τους Περσικούς πολέμους κόβει δικά της αργυρά νομίσματα καθώς και χάλκινα από τον 4ο αι.π.Χ. και μετά. Την ίδια περίοδο ακολουθεί πλέον την πολιτική των Αλευαδών της γειτονικής Λάρισας, ιδιαίτερα κατά της επεκτατικής δύναμης των Φερών.  Έτσι,  στο  πρώτο μισό του 4ου αι. π.Χ. η πόλη  χάνει σιγά-σιγά τον κυρίαρχο ρόλο της στις εξελίξεις χάριν της γειτονικής Λάρισας, ενώ για κάποιο διάστημα την   περίοδο αυτή φαίνεται να κυβερνάται από τον τύραννο των Φερών Δεινία. Το 369 π.Χ. με αφορμή την επέμβαση του Αλεξάνδρου Β΄ της Μακεδονίας, μετά από πρόσκληση των Αλευαδώνν, κατά του Αλεξάνδρου των Φερών, υποθέτουμε ότι εγκαταστάθηκε στην πόλη μακεδονική φρουρά, η οποία απεχώρησε λίγο  αργότερα με τον ερχομό στη Θεσσαλία των Βοιωτών.  Στα εδάφη της επικράτειάς της, το 322 π.Χ., κατά τη διάρκεια του Λαμιακού πολέμου, ο μακεδόνας στρατηγός Αντίπατρος νίκησε τους συνασπισμένους στρατιώτες των ελληνικών πόλεων. Το 214 π.Χ. αρκετοί  Κραννώνιοι  αποκτούν το δικαίωμα του λαρισαίου πολίτη, σύμφωνα με ένα ψήφισμα της Λάρισας πολιτογράφησης ξένων, που έγινε κατόπιν εντολής του Φιλίππου Ε΄ της Μακεδονίας. Στο  Κοινό των Θεσσαλών, που επανιδρύθηκε το 196 π.Χ. από τους Ρωμαίους, κανένας Κραννώνιος δεν αναλαμβάνει το αξίωμα του στρατηγού. Το 191 π.Χ. και για βραχύβιο χρονικό  διάστημα η πόλη υποτάσσεται στο βασιλιά  Αντίοχο της Περγάμου.
Συστηματικές ανασκαφές δεν έχουν γίνει μέχρι σήμερα στον αρχαιολογικό χώρο της Κραννώνος, παρά μεμονωμένες σωστικές με σημαντικά όμως ευρήματα. Παράλληλα στο πέρασμα του χρόνου, η λιθολόγηση του χώρου υπήρξε έντονη. Η ύπαρξη  εγκατάστασης των πρωτο-ιστορικών χρόνων στην περιοχή πιστοποιείται από την ανεύρεση ενός νεκροταφείου των Πρωτογεωμετρικών-Γεωμετρικών χρόνων, που αναπτύχθηκε  επάνω στις  επιχώσεις μιας προϊστορικής μαγούλας, 1,5χλμ. περίπου ανατολικά/νοτιοανατολικά του υψώματος «Κάστρο». Ανασκάφθηκαν κιβωτιόσχημοι τάφοι και ένας ταφικός περίβολος που καταλάμβανε το κεντρικό και ψηλότερο σημείο του νεκροταφείου. Ιδιαίτερης μνείας χρήζει μία δίδυμη οπισθότμητη πρόχους που περιείχε τα καμένα οστά ενός παιδιού.
Η ακρόπολη αλλά και η πόλη των αρχαϊκών και  κλασικών χρόνων πρέπει να καταλάμβαναν τη θέση «Κάστρο». Πρόκειται για ένα μεγάλο ωοειδές έξαρμα, κατεύθυνσης από Βορρά προς Νότο, με μήκος 500μ. περίπου, πλάτος 300μ. και ύψος πάνω από 20μ., που προεξέχει της σειράς των λόφων που βρίσκεται στα νότια του. Με επιφανειακή κυρίως έρευνα έχει διαπιστωθεί ότι κατοικείται από τη Μέση Νεολιθική εποχή, αν και λόγω της μετέπειτα κατοίκησής του δεν είναι δυνατό να εξακριβωθεί η έκταση του οικισμού των προϊστορικών χρόνων. Ο Απ. Αρβανιτόπουλος είχε εντοπίσει στο «Κάστρο» τα λείψανα  πιθανόν  ναού της Αθηνάς Πολιάδας, ο οποίος θα μπορούσε να ταυτιστεί με το αναφερόμενο σε ψήφισμα της πόλης «ιερόν τας Αθάνας». Επίσης στην πόλη λατρεύονταν ο Απόλλων, ως «Προύρνιος» και «Τεμπείτης», ο Ασκληπιός, ο Ποσειδώνας, η Εννοδία και ο Δίας, ως «Νότιος» και  «Μέγας», επίκληση του θεού που για πρώτη φορά μαρτυρείται στην Κραννώνα επιγραφικά. Με το Δία μάλιστα συνδέει η παράδοση και μία τελετουργία,  η οποία γινόταν στην πόλη σε περιπτώσεις ξηρασίας. Μία άμαξα φορτωμένη με υδρία/ες περιφερόταν στην πόλη, ενώ ταυτόχρονα γινόταν παρακλήσεις στο θεό για βροχή, ο οποίος φανέρωνε την εύνοιά του με την παρουσία κοράκων. Η σκηνή αυτή επιλέχθηκε  να κοσμεί τον οπισθότυπο  νομισμάτων της Κραννώνος του 4ου αι.π.Χ.  Από τα νεκροταφεία των κλασικών χρόνων το σημαντικότερο είναι αυτό που εκτεινόταν κατά μήκος του δρόμου που οδηγούσε προς Φάρσαλο και Σκοτούσα  και περιελάμβανε αρκετούς ταφικούς τύμβους. Μέχρι σήμερα έχουν ανασκαφθεί πλήρως τέσσερεις τύμβοι, ο πρώτος από τους οποίους  κάλυπτε ένα  θολωτό τάφο, οι δύο  άλλοι σκέπαζαν κτιστούς πυραμιδοειδείς τάφους, ενώ ο τέταρτος τύμβος περιελάμβανε ταφές σε κιβωτιόσχημους  τάφους.

Ο θολωτός τάφος είναι κυκλικός, διαμέτρου 3,28μ., και σώζεται σε ύψος 2,45μ., ενώ το αρχικό του υπολογίζεται ότι έφτανε τα 5μ. Κατασκευασμένος από καλά επεξεργασμένους πωρολιθικούς κυβόλιθους, που είχαν τοποθετηθεί κατά το ισόδομο  σύστημα δόμησης.  Από τη σύλησή του διέφυγε ερυθρόμορφος στάμνος με διονυσιακή παράσταση,  που μας βοηθά να τοποθετήσουμε τον τάφο στο πρώτο μισό του 5ου αι. π.Χ. Ο πυραμιδοειδής τάφος Α΄, κτισμένος από πωρολιθικούς κυβολίθους, αποτελείται από τετράγωνο θάλαμο με πλακόστρωτο δάπεδο, διαστάσεων 3,15 x  3,17μ., η στέγαση του οποίου πετυχαίνεται με διπλή σύγκλιση των τεσσάρων πλευρών του. Έτσι δημιουργείται μία κόλουρη πυραμίδα και επ’αυτής μία δεύτερη, οξύτερη. Το ανώτερο τμήμα της στέγης του έχει καταστραφεί και το σωζόμενο σήμερα ύψος του τάφου είναι 3,20μ. Ο τάφος βρέθηκε συλημένος και πιθανόν χρονολογείται στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. Ο πυραμιδοειδής τάφος  Β΄ αποτελούνταν από  κτιστό δρόμο που  κατέληγε σε τετράγωνο θάλαμο, διαστάσεων 2,63 x 2,63μ., ο οποίος καλυπτόταν με πυραμιδοειδή στέγη. Ο τάφος είχε συληθεί από αρχαιοκάπηλους, οι οποίοι είχαν εισέλθει στο εσωτερικό του  από το κλειδί  της οροφής του. Το συνολικό σήμερα σωζόμενο ύψος του είναι 3,30μ. Ο τάφος είναι  κτισμένος από καλά επεξεργασμένους κυβολίθους. Η είσοδος του θαλάμου βρέθηκε σφραγισμένη από μία μεγάλη πλάκα και άλλους λιθόπλινθους. Μπροστά από  αυτούς είχε κατασκευαστεί πλίνθινο τοιχάριο. Το δάπεδο του θαλάμου καλυπτόταν με ακανόνιστες πλάκες. Στους τοίχους του θαλάμου και σε κανονικές αποστάσεις διακρίνονται ίχνη σιδερένιων καρφιών για την ανάρτηση διαφόρων  αντικειμένων. Η δυτική όψη του, απέναντι από την είσοδο, κοσμούνταν με γραπτή παράσταση νεκρόδειπνου. Διακρίνεται  το ζεύγος των νεκρών, ανακεκλιμένοι σε ανάκλιντρο, ενώ στα πόδια της κλίνης απεικονίζεται  δεύτερη  γυναικεία μορφή καθήμενη,  που κρατά με τα  χέρια της  μάλλον ένα κύπελλο. Πίσω από το ανάκλιντρο, παριστάνεται νέος γενειοφόρος  άνδρας, πιθανόν ο Ερμής Χθόνιος, να βαδίζει προς τους δύο νεκρούς. Μπροστά από την κλίνη υπάρχει τράπεζα και στο δεξιό άκρο της τοιχογραφίας εικονίζεται μικρός δούλος.  Κατά μήκος της νότιας και βόρειας πλευράς του θαλάμου υπήρχε ανά μία σαρκοφάγος. Η προς νότο ήταν απλής μορφής και περιείχε ξύλινο φέρετρο με ανάγλυφο μαίανδρο στο περιχείλωμά του. Η προς βορρά σαρκοφάγος είχε σαμαρωτό κάλυμμα. Κάθε πλευρά της έφερε περιφερικά γραπτή διακόσμηση με  ζώνες μαιάνδρου, λέσβιου κυματίου με ωά και λόγχες καθώς και φυτικής γιρλάντας. Στα αετώματα που δημιουργούνται στις στενές όψεις του σαμαρωτού καλύμματος  υπήρχαν επίσης γραπτές παραστάσεις. Ευδιάκριτη ήταν μόνο εκείνη της πρόσθιας όψης με σκηνή κυνηγιού κάπρου. Το αέτωμα επιστέφονταν με ακροκέραμα ως ακρωτήρια. Ελάχιστα αντικείμενα διέφυγαν τη σύληση, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν ζεύγος σιδηρών καττυμάτων και χρυσό περιδέραιο. Ο τάφος χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 4ου αι.π.Χ. Οι παραπάνω τρεις τάφοι μαζί με τους ανάλογους της Φαρσάλου αποτελούν μοναδικά ταφικά μνημεία των υστεροαρχαϊκών-κλασικών χρόνων στο θεσσαλικό χώρο.
Πιθανόν και τα πυκνά σε ευρήματα νεκροταφεία τύμβων του Αγίου Γεωργίου με καύσεις νεκρών – 5 χμ. ανατολικά της πόλης – που χρονολογούνται  στα  αρχαϊκά χρόνια  να ανήκαν στην Κραννώνα και όχι σε κάποια άλλη εγκατάσταση που υπήρχε στην περιοχή.
Στα ελληνιστικά χρόνια, σύμφωνα με τα επιφανειακά και ανασκαφικά δεδομένα,  η  πόλη επεκτάθηκε στην πεδινή έκταση που απλώνεται μπροστά από το ύψωμα «Κάστρο». Από το τείχος της ελληνιστικής πόλης εντοπίστηκε τμήμα του,  πλάτους 3μ., η πορεία του οποίου περιλαμβάνει και τις ελληνιστικές οικίες που ανασκάπτονται τα τελευταία χρόνια, 300 περίπου μέτρα νοτιοανατολικά της ακρόπολης. Αντιθέτως έξω από αυτό, φαίνεται να ήταν το υστεροελληνιστικό κεραμικό εργαστήριο του  ΚΛΕΩΝΟΣ και του ΘΕΟΔΟΤΟΥ,  που μεταξύ των άλλων προϊόντων, κατασκεύαζε και κεραμίδες στέγης  που έφεραν ενσφράγιστα τα ονόματα των δημιουργών τους.


Φώτης Ντάσιος
Αρχαιολόγος Α.Ι.Θ.Σ.


Back to content | Back to main menu