Τρίκκη - Arcgaeological Atlas of Thessaly

Search
Go to content

Main menu

Τρίκκη

Ν. ΤΡΙΚΑΛΩΝ > 6.500 π.Χ. - 330 μ.Χ. > Τρίκκη

Τρίκκη, αργυρό ημίδραχμο 480-400 π.Χ.

 

Η αρχαία Τρίκκη 1, πόλη της Εστιαιώτιδος, εκτεινόταν στις ανατολικές / νοτιοανατολικές υπώρειες του λόφου «Κάστρο» των Τρικάλων, όπου βρισκόταν  η αρχαία ακρόπολη, με όριο την αριστερή όχθη του Ληθαίου ποταμού. Η πόλη ιδρύθηκε στο βόρειο άκρο της δυτικής θεσσαλικής πεδιάδας, στις ακραίες υπώρειες της οροσειράς των Χασίων, σε μία επίκαιρη θέση από την οποία διερχόταν ο άξονας που συνδέει την Ήπειρο με τη Θεσσαλία, ενώ στα πόδια της απλώνονταν πεδινές εκτάσεις. Το όνομά της το οφείλει «από Τρίκκης της Πηνειού θυγατρός» κατά το Στέφανο Βυζάντιο 2, ενώ ο Όμηρος τη  χαρακτηρίζει «…Τρίκκης εξ  ιπποβότοιο…» 3.
Η πρωιμότερη κατοίκηση ανάγεται – με βάση δοκιμαστικές τομές στα  κράσπεδα της αρχαίας ακρόπολης – τουλάχιστον στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού και φτάνει μέχρι και την Μυκηναϊκή εποχή, χωρίς όμως να αποκαλυφθούν αρχιτεκτονικά λείψανα. Η αναφορά όμως της Τρίκκης στον Ομηρικό Κατάλογο των Νεών υποδηλώνει την ύπαρξη μυκηναϊκού κέντρου, αφού η πόλη συμμετείχε στην εκστρατευτική δύναμη με τριάντα πλοία και αρχηγούς τους δύο γιους του Ασκληπιού, τον Μαχάονα και τον Ποδαλείριο, ιατρούς
επίσης 4. Η πόλη συνεχίζει την κατοίκησή της και στους μετέπειτα χρόνους. Ύστερα από τους  Περσικούς πολέμους αρχίζει να κόβει δικά της νομίσματα, αργυρά ημίδραχμα, όπου απεικονίζεται στον  εμπροσθότυπο  νέος με πέτασο και χλαμύδα να δαμάζει ταύρο και στον  οπισθότυπο άλογο σε καλπασμό. Στα τέλη του 5ου  με  αρχές του 4ου π.Χ. εκδίδει αργυρούς οβολούς με  ιππέα ή άλογο στον εμπροσθότυπο και στον οπισθότυπο την επώνυμη νύμφη Τρίκκη, ως νεαρή γυναίκα που παίζει σφαίρα ή έχει υδρία ή είναι καθιστή σε θρόνο και κρατά φιάλη και  κάτοπτρο. Στις παραστάσεις των χάλκινων εκδόσεων της φανερώνεται εντονότερα η σύνδεση με τη μυθολογία,  αφού στις μεγαλύτερες  κοπές εμφανίζεται  ο Ασκληπιός, καθιστός σε θρόνο ή δίφρο να  ταϊζει φίδι κουλουριασμένο μπροστά του. Η Τρίκκη θεωρείται πατρίδα του Ασκληπιού και σε αυτήν κατά το Στράβωνα 5 υπήρχε το «αρχαιότατον και επιφανέστατον» από τα Ασκληπιεία των ελληνικών πόλεων.

Ακρόπολη αρχαίας και μεσαιωνικής Τρίκκης (φρούριο).

  Η πόλη αναφέρεται στις  αρχαίες πηγές κυρίως σε σχέση με την παρουσία των Μακεδόνων στη Θεσσαλία (μέσα 4ου αι.π.Χ. και μετά) και τις ραγδαίες εξελίξεις, ειδικότερα του πρώτου μισού του 2ου αι. π.Χ., ως αποτέλεσμα των   συμμαχιών και  συμπλοκών τους με Αιτωλούς, Αθαμάνες και Ρωμαίους. Γενικά, στα ελληνιστικά χρόνια, φαίνεται ότι η Τρίκκη περιέπεσε σε δεύτερη μοίρα, εξαιτίας της αντιμακεδονικής της πολιτικής, σε αντίθεση με τις γειτονικές της πόλεις Πέλιννα (στα ανατολικά) και Γόμφους (στα νοτιοδυτικά) που άκμασαν. Το 352 π.Χ., μαζί με  τη Φαρκαδόνα, καταστρέφεται από τον Φίλιππο Β΄, πιθανόν λόγω ανυπακοής στις διαταγές του, και οι εξόριστοι αντιμακεδόνες αποκλείστηκαν από  τις αμνηστείες  και δεν επιτράπηκε η επιστροφή τους.
Το 229 π.Χ., μετά το θάνατο του βασιλιά Δημητρίου Β΄ της Μακεδονίας, αρκετές πόλεις της δυτικής Θεσσαλίας, ανάμεσά τους και η Τρίκκη, προσπάθησαν να ξεφύγουν από τον έλεγχο των Μακεδόνων και να τεθούν υπό την αιτωλική προστασία. Όμως τον επόμενο κιόλας χρόνο η σημαντική νίκη του Αντίγονου Δώσονα  ενάντια  στους Αιτωλούς, φαίνεται ότι επέτρεψε στους Μακεδόνες να ανακτήσουν την επιρροή τους στις περισσότερες αν όχι σε όλες από τις πόλεις αυτές. Η αντιπαλότητα των Αιτωλών με τους Μακεδόνες για την εδραίωσή τους στη Θεσσαλία θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια  και μερίδα πολιτών της  Τρίκκης που  διάκεινται φιλικώς προς αυτούς αναγκάστηκαν να εξοριστούν στην Αιτωλία. Το 199 π.Χ., η Τρίκκη κατέχεται από το Αμύνανδρο των Αθαμάνων, σύμμαχο  των Αιτωλών.  Το 191 π.Χ. βρίσκεται υπό τον έλεγχο του Φίλιππου Ε΄ κατ’εφαρμογή της συμφωνίας Μακεδόνων και Ρωμαίων ενάντια στους Αιτωλούς, ενώ το 190 π.Χ. για σύντομο χρονικό διάστημα, η Τρίκκη καταλαμβάνεται από τον Αντίοχο Γ΄ για να περιέλθει εκ νέου στην εξουσία του Φίλιππου Ε΄. Το 148 π.Χ. η δυτική Θεσσαλία υποτάσσεται στους Ρωμαίους και η Τρίκκη υπάγεται ως πόλη στην ρωμαϊκή επαρχία της Μακεδονίας.  
Με τις ανασκαφές που ξεκίνησαν το 1902 από τον Παν. Καστριώτη 6 και συνεχίσθηκαν κατά διαστήματα όλο σχεδόν τον 20ο αι., ήλθε στο φως στη συνοικία Βαρούσι, ανατολικά της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου και επί της οδού Σαράφη,  τμήμα ενός ελληνιστικού στωικού κτίσματος, ένα κτίριο με δύο οικοδομικές φάσεις και ενδιάμεσες επισκευές, λείψανα ενός ρωμαϊκού λουτρώνα καθώς και ένας μεσοβυζαντινός ναός του 12-13ου αι. μ.Χ.
Συγκεκριμένα αποκαλύφθηκε η νοτιοδυτική γωνία ενός μεγάλου στωικού οικοδομήματος, ορθογώνιας  μάλλον κάτοψης. Διασώζονται οι βάσεις των πλίνθινων πεσσών, που σχηματίζονται από 3-4 επάλληλους κυβολίθους πρασινωπού ψαμμόλιθου. Από το ίδιο υλικό είναι και ο πίσω τοίχος των στοών, πλάτους 0,90μ. αποσπασματικά σωζόμενος. Οι δύο πτέρυγες περιβάλλουν μια εσωτερική υπαίθρια αυλή με  χαλικόστρωτο δάπεδο. Το κτίριο χρονολογείται στα υστεροελληνιστικά χρόνια και αποδίδεται σε γυμνάσιο, αλλά πιθανόν να είχε και άλλη χρήση. Βορειοδυτικά και παράλληλα αυτού ανασκάφθηκε τμήμα, διαστάσεων 45,40 x  12,70μ., ενός επίσης μεγάλου κτιρίου. Η πρώτη φάση του είναι σύγχρονη του παραπάνω στωικού οικοδομήματος και σε αυτή το εσωτερικό του κτίσματος χωριζόταν σε παράλληλες ορθογώνιες αίθουσες. Οι τοίχοι  του, στη θεμελίωσή  τους είναι δομημένοι με κυβόλιθους πρασινωπού ψαμμόλιθου, ενώ η ανωδομή τους ήταν από ωμά πλιθιά. Από τις αίθουσες, η νοτιοανατολική έχει διαστάσεις 11 Χ 8,90μ.  με είσοδο στη βορειοδυτική γωνία της, όπου κατέληγε πλακόστρωτος διάδρομος. Το δάπεδο του δωματίου διαμορφωνόταν από μικρά  ποταμίσια χαλίκια, μαύρου και κόκκινου χρώματος. Στη δεύτερη οικοδομική φάση, που χρονολογείται στον 3ο αι.μ.Χ.,  οι εξωτερικοί τοίχοι του κτιρίου ανακατασκευάσθηκαν και ο εσωτερικός του χώρος ενοποιήθηκε με την κατάργηση των αιθουσών. Η στάθμη του δαπέδου του υψώθηκε και καλύφθηκε από ψηφιδωτό δάπεδο, το οποίο κοσμούνταν με γεωμετρικά σχέδια που πλαισίωναν την κεντρική παράσταση. Σε αυτή απεικονίζεται ο βασιλιάς της Θράκης Λυκούργος, ο οποίος καταβαλλόμενος από μανία επιτίθεται, κρατώντας διπλό πέλεκυ, να σκοτώσει την τροφό του θεού Διονύσου, Αμβροσία. Στην άνω αριστερή  γωνία της παράστασης  σώζονται  τα ονόματα των ψηφοθετών. Πρόκειται για τέσσερα αδέλφια, Τίτος, Φλάβιος, Ερμής και Βάσσος, γιοί του Ερμού. Από το ρωμαϊκό λουτρώνα, ο οποίος κτίστηκε  στον 3ο αι. μ.Χ. και ανακαινίστηκε στα τέλη του 4ου αι.μ.Χ., αποκαλύφθηκαν ο υπόγειος χώρος των υποκαύστων για τα ατμόλουτρα (caldarium), οι χώροι όπου γινόταν λουτρά με χλιαρό νερό σε μαρμάρινους λουτήρες (tepidarium) καθώς και μία αίθουσα  με ψηφιδωτό δάπεδο, πιθανόν το αναπαυτήριο. Το σύνολο των παραπάνω οικοδομημάτων, προφανώς δημόσιου χαρακτήρα, αποδόθηκαν στο συγκρότημα του Ασκληπιείου, ως ένα οργανωμένο σύνολο δημοσίων κτιρίων στο κέντρο της αρχαίας πόλης. Η συνέχιση μόνο των ανασκαφικών ερευνών  μπορεί  να  πιστοποιήσει την υπόθεση αυτή.  
Τέλος, τα τελευταία χρόνια τα οικιστικά κυρίως κατάλοιπα, που ανασκάφθηκαν  και ανήκαν σε ιδιωτικά  και  δημόσια κτίσματα των  ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, μας δίνουν πλέον τη δυνατότητα να οριοθετήσουμε την έκταση της αρχαίας πόλης και να αρχίσουμε να  ανιχνεύουμε την πολεοδομική της συγκρότηση στις συγκεκριμένες  περιόδους.
H πόλη μνημονεύεται ως έδρα επισκοπής, υπαγόμενη στη Μητρόπολη Λάρισας, ήδη από τον 4ο αι. μ.Χ. Στα τέλη του ίδιου αιώνα δέχεται την επιδρομή των Βησιγότθων. Τον 6ο αι. ο Ιουστινιανός ανακαινίζει την οχύρωσή της,  ενώ τον 12ο αι. η Άννα Κομνηνή 7  αναφέρει για πρώτη φορά την πόλη ως Τρίκαλα. Το 1082  καταλαμβάνεται από τους Νορμανδούς και το 1198 παραχωρείται από τον Αλέξιο Γ΄ Κομνηνό στους Βενετούς. Στα μέσα του 13ου αι. η πόλη περιήλθε  στον Ιωάννη Παλαιολόγο, έναν αιώνα αργότερα γίνεται έδρα των  Σέρβων ηγεμόνων και  τέλος  το 1395 καταλαμβάνεται από τους Τούρκους  για  να απελευθερωθεί το 1881 μαζί με την υπόλοιπη Θεσσαλία.

Φώτης Ντάσιος
Αρχαιολόγος Α.Ι.Θ.Σ.


Σχέδιο “Ασκληπιείου” Τρίκκης.

                                                                    Σχέδιο “Ασκληπιείου” Τρίκκης.

Back to content | Back to main menu