Main menu
Τρίκκη, αργυρό ημίδραχμο 480-
Η αρχαία Τρίκκη 1, πόλη της Εστιαιώτιδος, εκτεινόταν στις ανατολικές / νοτιοανατολικές υπώρειες του λόφου «Κάστρο» των Τρικάλων, όπου βρισκόταν η αρχαία ακρόπολη, με όριο την αριστερή όχθη του Ληθαίου ποταμού. Η πόλη ιδρύθηκε στο βόρειο άκρο της δυτικής θεσσαλικής πεδιάδας, στις ακραίες υπώρειες της οροσειράς των Χασίων, σε μία επίκαιρη θέση από την οποία διερχόταν ο άξονας που συνδέει την Ήπειρο με τη Θεσσαλία, ενώ στα πόδια της απλώνονταν πεδινές εκτάσεις. Το όνομά της το οφείλει «από Τρίκκης της Πηνειού θυγατρός» κατά το Στέφανο Βυζάντιο 2, ενώ ο Όμηρος τη χαρακτηρίζει «…Τρίκκης εξ ιπποβότοιο…» 3.
Η πρωιμότερη κατοίκηση ανάγεται – με βάση δοκιμαστικές τομές στα κράσπεδα της αρχαίας ακρόπολης – τουλάχιστον στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού και φτάνει μέχρι και την Μυκηναϊκή εποχή, χωρίς όμως να αποκαλυφθούν αρχιτεκτονικά λείψανα. Η αναφορά όμως της Τρίκκης στον Ομηρικό Κατάλογο των Νεών υποδηλώνει την ύπαρξη μυκηναϊκού κέντρου, αφού η πόλη συμμετείχε στην εκστρατευτική δύναμη με τριάντα πλοία και αρχηγούς τους δύο γιους του Ασκληπιού, τον Μαχάονα και τον Ποδαλείριο, ιατρούς επίσης 4. Η πόλη συνεχίζει την κατοίκησή της και στους μετέπειτα χρόνους. Ύστερα από τους Περσικούς πολέμους αρχίζει να κόβει δικά της νομίσματα, αργυρά ημίδραχμα, όπου απεικονίζεται στον εμπροσθότυπο νέος με πέτασο και χλαμύδα να δαμάζει ταύρο και στον οπισθότυπο άλογο σε καλπασμό. Στα τέλη του 5ου με αρχές του 4ου π.Χ. εκδίδει αργυρούς οβολούς με ιππέα ή άλογο στον εμπροσθότυπο και στον οπισθότυπο την επώνυμη νύμφη Τρίκκη, ως νεαρή γυναίκα που παίζει σφαίρα ή έχει υδρία ή είναι καθιστή σε θρόνο και κρατά φιάλη και κάτοπτρο. Στις παραστάσεις των χάλκινων εκδόσεων της φανερώνεται εντονότερα η σύνδεση με τη μυθολογία, αφού στις μεγαλύτερες κοπές εμφανίζεται ο Ασκληπιός, καθιστός σε θρόνο ή δίφρο να ταϊζει φίδι κουλουριασμένο μπροστά του. Η Τρίκκη θεωρείται πατρίδα του Ασκληπιού και σε αυτήν κατά το Στράβωνα 5 υπήρχε το «αρχαιότατον και επιφανέστατον» από τα Ασκληπιεία των ελληνικών πόλεων.
Ακρόπολη αρχαίας και μεσαιωνικής Τρίκκης (φρούριο).
Η πόλη αναφέρεται στις αρχαίες πηγές κυρίως σε σχέση με την παρουσία των Μακεδόνων στη Θεσσαλία (μέσα 4ου αι.π.Χ. και μετά) και τις ραγδαίες εξελίξεις, ειδικότερα του πρώτου μισού του 2ου αι. π.Χ., ως αποτέλεσμα των συμμαχιών και συμπλοκών τους με Αιτωλούς, Αθαμάνες και Ρωμαίους. Γενικά, στα ελληνιστικά χρόνια, φαίνεται ότι η Τρίκκη περιέπεσε σε δεύτερη μοίρα, εξαιτίας της αντιμακεδονικής της πολιτικής, σε αντίθεση με τις γειτονικές της πόλεις Πέλιννα (στα ανατολικά) και Γόμφους (στα νοτιοδυτικά) που άκμασαν. Το 352 π.Χ., μαζί με τη Φαρκαδόνα, καταστρέφεται από τον Φίλιππο Β΄, πιθανόν λόγω ανυπακοής στις διαταγές του, και οι εξόριστοι αντιμακεδόνες αποκλείστηκαν από τις αμνηστείες και δεν επιτράπηκε η επιστροφή τους.
Το 229 π.Χ., μετά το θάνατο του βασιλιά Δημητρίου Β΄ της Μακεδονίας, αρκετές πόλεις της δυτικής Θεσσαλίας, ανάμεσά τους και η Τρίκκη, προσπάθησαν να ξεφύγουν από τον έλεγχο των Μακεδόνων και να τεθούν υπό την αιτωλική προστασία. Όμως τον επόμενο κιόλας χρόνο η σημαντική νίκη του Αντίγονου Δώσονα ενάντια στους Αιτωλούς, φαίνεται ότι επέτρεψε στους Μακεδόνες να ανακτήσουν την επιρροή τους στις περισσότερες αν όχι σε όλες από τις πόλεις αυτές. Η αντιπαλότητα των Αιτωλών με τους Μακεδόνες για την εδραίωσή τους στη Θεσσαλία θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια και μερίδα πολιτών της Τρίκκης που διάκεινται φιλικώς προς αυτούς αναγκάστηκαν να εξοριστούν στην Αιτωλία. Το 199 π.Χ., η Τρίκκη κατέχεται από το Αμύνανδρο των Αθαμάνων, σύμμαχο των Αιτωλών. Το 191 π.Χ. βρίσκεται υπό τον έλεγχο του Φίλιππου Ε΄ κατ’εφαρμογή της συμφωνίας Μακεδόνων και Ρωμαίων ενάντια στους Αιτωλούς, ενώ το 190 π.Χ. για σύντομο χρονικό διάστημα, η Τρίκκη καταλαμβάνεται από τον Αντίοχο Γ΄ για να περιέλθει εκ νέου στην εξουσία του Φίλιππου Ε΄. Το 148 π.Χ. η δυτική Θεσσαλία υποτάσσεται στους Ρωμαίους και η Τρίκκη υπάγεται ως πόλη στην ρωμαϊκή επαρχία της Μακεδονίας.
Με τις ανασκαφές που ξεκίνησαν το 1902 από τον Παν. Καστριώτη 6 και συνεχίσθηκαν κατά διαστήματα όλο σχεδόν τον 20ο αι., ήλθε στο φως στη συνοικία Βαρούσι, ανατολικά της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου και επί της οδού Σαράφη, τμήμα ενός ελληνιστικού στωικού κτίσματος, ένα κτίριο με δύο οικοδομικές φάσεις και ενδιάμεσες επισκευές, λείψανα ενός ρωμαϊκού λουτρώνα καθώς και ένας μεσοβυζαντινός ναός του 12-
Τέλος, τα τελευταία χρόνια τα οικιστικά κυρίως κατάλοιπα, που ανασκάφθηκαν και ανήκαν σε ιδιωτικά και δημόσια κτίσματα των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, μας δίνουν πλέον τη δυνατότητα να οριοθετήσουμε την έκταση της αρχαίας πόλης και να αρχίσουμε να ανιχνεύουμε την πολεοδομική της συγκρότηση στις συγκεκριμένες περιόδους.
Φώτης Ντάσιος
Αρχαιολόγος Α.Ι.Θ.Σ.
Σχέδιο “Ασκληπιείου” Τρίκκης.