Γόννοι - Arcgaeological Atlas of Thessaly

Search
Go to content

Main menu

Γόννοι

Ν. ΛΑΡΙΣΑΣ > 6.500 π.Χ. - 330 μ.Χ. > Α - Ι > Γόννοι

Λόφος ακρόπολης Γόννων.

Τμήμα οχύρωσης Γόννων.

Σχέδιο ακρόπολης Γόννων.

Πόλη της Περραιβίας 1 -από τις σημαντικότερες- που βρίσκεται στην αριστερή όχθη του Πηνειού και σε απόσταση 4 χλμ. δυτικά από την είσοδο του περάσματος των Τεμπών, στη θέση «Καστρί» ή «Παληόκαστρο» των νότιων υπωρειών του Κάτω Ολύμπου. Η περιοχή κατοικείται τουλάχιστον από τα μυκηναϊκά χρόνια, όπως διαπιστώνεται από τη διασπορά κεραμικής στο μικρό ύψωμα «Μπεσίκ-Τεπέ», αμέσως νοτιοδυτικά του «Παληόκαστρου». Θέση στρατηγική, ήλεγχε τόσο τις δύο κύριες διόδους επικοινωνίας της ανατολικής Θεσσαλίας με την Μακεδονία (μέσω των Τεμπών και μέσω των περασμάτων του Κάτω Ολύμπου), όσο και την έξοδο από την ενδοχώρα προς τη θάλασσα.
Είναι ακριβώς αυτή η νευραλγική θέση, που αναβάθμισε και ενέταξε την πόλη των Γόννων στο αμυντικό σύστημα των Μακεδόνων καθ’ όλη τη διάρκεια της κυριαρχίας τους στη Θεσσαλία. Ιδιαίτερα κατά το Β΄ και κυρίως το Γ΄ Μακεδονικό πόλεμο, ο ρόλος τους κρίνεται σημαντικός. Στα 197 π.Χ. μετά την ήττα του στις Κυνός Κεφαλές, ο Φίλιππος Ε΄ διέμεινε στους Γόννους για μια μέρα για την ανασυγκρότηση των δυνάμεών του, πριν επιστρέψει στη Μακεδονία. Στα 191 π.Χ. ο Αντίοχος Γ΄ διέκοψε την προέλασή του προς τα Τέμπη και επέστρεψε στη Δημητριάδα στη θέα και μόνο των στρατευμάτων του Αππίου Κλαυδίου, ο οποίος κατερχόμενος από Μακεδονία, είχε καταλάβει τα πάνω από τους Γόννους υψώματα. Ο Περσέας, το 171 π.Χ., κατέλαβε την πόλη και την κατέστησε ορμητήριό του, ενισχύοντας την οχύρωσή της με τριπλή τάφρο και πασσάλους, εγκαθιστώντας φρουρά που έμεινε εκεί ως και την μάχη της Πύδνας. Την ίδια χρονιά, ο ύπατος Πόπλιος Λικίνιος Κράσσος, θεωρώντας την πόλη απόρθητη, εγκατέλειψε κάθε απόπειρα κατάληψής της. Κατά την περίοδο της ανεξαρτησίας από τη μακεδονική κηδεμονία (196-146 π.Χ.) οι Γόννοι απετέλεσαν σημαίνον μέλος του κοινού των Περραιβών, ενώ αργότερα με την ένταξη της Περραιβίας στο θεσσαλικό Κοινό, στα 146 π.Χ., έχασαν τη δύναμή τους, για να περιπέσουν σε παρακμή κατά την αυτοκρατορική εποχή.
Τα τείχη της αρχαίας πόλης περιβάλλουν τρεις συνεχόμενους αλλά διακριτούς λόφους, που σχηματίζουν ένα ημικύκλιο στραμμένο προς τα ΝΑ. Τον πιο ψηλό (ΒΑ) λόφο (υψομ. 120 μ.) καταλάμβανε η ακρόπολη των Γόννων, τειχισμένη ήδη από τον 5ο αι. π.Χ., ενώ κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, το τείχος επεκτείνεται και περιβάλλει και τους δύο άλλους λόφους ολόγυρα, από την κορυφογραμμή μέχρι τους πρόποδές των. Σειρά πύργων -δώδεκα τον αριθμό- ενίσχυαν τη νέα επέκταση, ενώ διασώζονται και τρεις πύλες, όπου οδηγούσαν αντίστοιχοι δρόμοι (Δ, Ν, Β) κατά μήκος των οποίων απλώνονταν τα νεκροταφεία της πόλης. Στη ΒΑ κορυφή -όπου και η πρώιμη ακρόπολη- βρέθηκαν τα θεμέλια ενός ελλειπτικού αρχαϊκού ναού από μικρές πέτρες με είσοδο στα ΝΑ και με δύο κίονες στην πρόσοψη. Σειρά τριών ημικυκλικών τοίχων σε αλλεπάλληλα επίπεδα όριζαν την πλαγιά νότια του ιερού. Ο Αρβανιτόπουλος 2 ταύτισε το ιερό με ναό της Αθηνάς Πολιάδας, με βάση το είδος των επιγραφών (δημόσια έγγραφα), που έφερε στο φως η ανασκαφή του. Σε άλλες επικλήσεις της, η θεά μαρτυρείται ως «Οπλοφόρος», «Παλλάς» και «Πατρώα». Ιερό της Άρτεμης εντοπίστηκε στα νοτιοδυτικά του λόφου της ακρόπολης κοντά στο τείχος, όπου λατρεύονταν ως «Λοχία, Ειλείθυια, Γενέτειρα και Ελεία», ενώ και ο Απόλλων λατρευόταν στην πόλη με τις εκκλήσεις «Πύθιος, Αισώνιος και Αγρέας». Ανασκάφθηκε επίσης, extra muros, ιερό του Ασκληπιού, ενώ τέλος με βάση επιγραφικές μαρτυρίες αναφέρονται και οι λατρείες των: Εννοδίας, Ηρακλή, Αφροδίτης, Ερμή, Δία και του Ποσειδώνα.
Η ύπαρξη κωμών και οχυρών βόρεια και ανατολικά της πόλης, που έφερε στο φως η αρχαιολογική έρευνα στις θέσεις «Κοκκινόπετρα», «Ζεστή βρύση», «Τσούρβα Μαντριά» και «Σολιό» Ιτέας, υποδηλώνει τη στρατηγική σημασία των περασμάτων και των διαβάσεων της επικράτειας των αρχαίων Γόννων 3.


Φώτης Ντάσιος
Αρχαιολόγος Α.Ι.Θ.Σ.

Back to content | Back to main menu