Λάρισα - Arcgaeological Atlas of Thessaly

Search
Go to content

Main menu

Λάρισα

Ν. ΛΑΡΙΣΑΣ > 6.500 π.Χ. - 330 μ.Χ. > Κ - Ο > Λάρισα
 

Η σκηνή Α’ αρχαίου θεάτρου Λάρισας

Α Αρχαίο Θέατρο

Α’ αρχαίο θέατρο Λάρισας. (στάδιο απόκάλυψης)

Β’ αρχαίο θέατρο Λάρισας.

Β’ αρχαίο θέατρο Λάρισας.

Στήλη οπλίτη από Λάρισα.(5ος αι. π.Χ. Μουσείο Λάρισας)

Λάρισα. Αργυρή δραχμή. (440-400 π.Χ.)

Η αρχαία Λάρισα 1 απλωνόταν, όπως και η σημερινή, στην καρδιά του βορεινού τμήματος της ανατολικής θεσσαλικής πεδιάδας, τριγυρισμένη απ’ όλες τις πλευρές της – πλην της νοτιαανατολικής – από τον Πηνειό. Σύμφωνα με το μύθο, το όνομά της το έλαβε από την κόρη του Πελασγού, τη νύμφη Λάρισα, που πνίγηκε στα νερά του ποταμού, ενώ ετυμολογικά η λέξη Λάρισα σημαίνει λίθινη πόλη (ακρόπολη), που δεν ανταποκρίνεται όμως στον τεχνητό χωμάτινο χαμηλό λόφο (μόλις 25μ. ύψους) της ακρόπολής της. Πιθανόν να υποδήλωνε μία πρότερη  χωροθεσία του αρχικού της πυρήνα ,κοντά σε κοντινό ορεινό έξαρμα (π.χ. Χασάμπαλη, Άργισσα). Άλλωστε προϊστορικοί οικισμοί -νεολιθικής αλλά και Εποχής Χαλκού- υπήρχαν πάμπολλοι στη γύρω περιοχή της πόλης (στην πεδιάδα αλλά και στις όχθες του ποταμού). Γι’αυτό και δεν είναι περίεργο, ότι και ο Όμηρος -των γεωμετρικών χρόνων- δεν την αναφέρει, ενώ αναφέρει την κοντινή Άργισσα.
Από νωρίς η Λάρισα των ιστορικών χρόνων και από τα αρχαϊκά τουλάχιστον χρόνια λόγω θέσης και οικονομικής ευμάρειας οφειλομένης στο εύφορο του εδάφους της, πρωτοστάτησε ανάμεσα στις άλλες θεσσαλικές πόλεις. Πρωτεύουσα της Πελαγιώτιδας, μιας από τις τέσσερις θεσσαλικές τετραρχίες, δηλαδή τις τέσσερις κύριες περιοχές της αρχαίας Θεσσαλίας, ήταν επίσης έδρα της νομισματικής και πολιτικής ένωσης των Θεσσαλών, μιας μορφής συμμαχίας, που αργότερα-τον 4ο αι. π.Χ.- εξελίχθηκε στο ομόσπονδο Κοινό των Θεσσαλών, με επικεφαλής ταγό. Η παράδοση αναφέρει ως ταγό της πρώτης αυτής ένωσης των Θεσσαλών, τον ήρωα και γενάρχη της αριστοκρατικής οικογένειας των Αλευαδών, τον Αλεύα τον Πυρρό, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ιστορία της πόλης ως το τέλος των κλασικών χρόνων. Στα χρόνια των περσικών πολέμων οι Θεσσαλοί με ηγεμόνα τον Αλευάδη Θήρωνα  «εμήδισαν» και ακολούθησαν τη στρατιά του Ξέρξη μέχρι τις Θερμοπύλες.
 Στα χρόνια που ακολούθησαν, στη μάχη της Τανάγρας μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών το 457 π.Χ., έλαβαν μέρος και οι Θεσσαλοί με το εξαιρετικό θεσσαλικό ιππικό, που έκρινε και την τύχη της μάχης τελικά υπέρ των Σπαρτιατών. Στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου οι Λαρισαίοι τάχθηκαν με το μέρος των Αθηναίων και έστειλαν στρατεύματα κατά των Σπαρτιατών το 404 π.Χ. Στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. η πόλη σπαράσσεται από έριδες και ανταγωνισμούς των αντιμαχομένων ολιγαρχικών παρατάξεων που υποθάλπονται από τις μεγάλες δυνάμεις προς ίδιον όφελος, ενώ τα ίδια χρόνια ο ανταγωνισμός μεταξύ Λάρισας και Φερών παίρνει οξύτερη μορφή. Συνέπεια της εξέλιξης αυτής ήταν να επιβληθεί στη Θεσσαλία η εξουσία του τυράννου των Φερών Ιάσονα μέχρι το θάνατό του το 370 π.Χ. Με τις επεμβάσεις του Φιλίππου Β΄ στη Θεσσαλία το 357 π.Χ. και το 354 π.Χ. μετά από συνεννόηση με τους Αλευάδες, η Λάρισα απελευθερώνεται οριστικά από τη φεραϊκή επικυριαρχία για να υπαχθεί, όμως, στη συνέχεια στη σφαίρα της μακεδονικής επιρροής, η οποία θα διαρκέσει μέχρι το 197 π.Χ. Στα χρόνια αυτά η Λάρισα απετέλεσε πολλές φορές ορμητήριο των πολεμικών επιχειρήσεων των Μακεδόνων βασιλέων, αλλά και ευνοήθηκε απ’ αυτούς. Μάλιστα ο Φίλιππος Ε΄ με δύο επιστολές του προς τις αρχές της πόλης στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. απαιτεί, εξαιτίας της λειψανδρίας που παρατηρείται, την πολιτογράφηση όλων των ξένων πολιτών που διαμένουν στην πόλη. Το 197 π.Χ. οι Ρωμαίοι, που έχουν ήδη εμπλακεί ενεργά στα ελληνικά πράγματα, με τον ύπατο Τίτο Φλαμινίνο, νικούν τον Φίλιππο Ε΄ της Μακεδονίας στη μάχη των Κυνός Κεφαλών και θέτουν τέρμα στη μακεδονική κυριαρχία. Η Λάρισα χάρη και στη φιλορωμαϊκή πολιτική που θα ακολουθήσει γίνεται έδρα του Κοινού, δηλαδή της ομοσπονδίας των θεσσαλικών πόλεων και κύριος σταθμός των ρωμαϊκών στρατευμάτων που υπήρχαν στη Θεσσαλία. Τέλος ο Οκταβιανός Αύγουστος (27 π.Χ.-14 μ.Χ.) την χαρακτήρισε πόλη Augusta, δηλαδή Σεβαστή. Με βάση και τα αρχαιολογικά δρώμενα φαίνεται ότι τον 1ο αι. π.Χ. και ιδιαίτερα το δεύτερο μισό του αλλά και επί εποχής Τιβερίου, η πόλη σημειώνει άνθηση. Νέα δημόσια κτίρια κατασκευάζονται, όπως το δεύτερο αρχαίο θέατρο, άλλα επισκευάζονται, δρόμοι πλακοστρώνονται. Ακολουθεί περίοδος στασιμότητας αλλά και εκ νέου ανάκαμψης κατά τον 2ο αι. μ.Χ. με την κατασκευή θερμών και αποχετευτικών δικτύων. Είναι και η τελευταία αναλαμπή του αρχαίου κόσμου, που εδώ στη Λάρισα, όπως και αλλού, μάλλον  ειρηνικά  και βαθμιαία   θα εισήλθε στην παλαιοχριστιανική περίοδο με το τέλος του 3ου αι. μ.Χ., όταν με την καινούργια διοικητική διαίρεση του Διοκλητιανού, η Λάρισα  αναβαθμίζεται σε πρωτεύουσα της επαρχίας Θεσσαλίας.
Από ανασκαφές στο λόφο του Φρουρίου, όπου η ακρόπολη της Λάρισας, διαπιστώθηκε η συνεχής κατοίκηση από τα νεολιθικά χρόνια (6.000 π.Χ.) μέχρι την Εποχή του Χαλκού και τη μετάβαση στα ιστορικά χρόνια. Οικιστικά λείψανα αυτών  των περιόδων βρέθηκαν σε ικανό βάθος στις πλαγιές του λόφου της ακρόπολης, όπου εκτεινόταν η πόλη των πρώιμων χρόνων. Οι σωστικές ανασκαφές  έφεραν στο φώς  πλήθος από αποσπασματικά στοιχεία που σχετίζονται με την οικιστική της πόλης, τα οποία όμως δεν διατηρήθηκαν ορατά. Μετά τον 6ο αι. π.Χ. και μέχρι τα ελληνιστικά χρόνια, η αρχαία πόλη αναπτύσσεται και καλύπτει μία ευρεία έκταση νότια και ανατολικά της ακρόπολης, σαφώς όμως πιο περιορισμένη από την περικλειόμενη εντός των τούρκικων τειχών (1827/8) έκταση, που ακολουθεί περιμετρική πορεία κατά μήκος της σημερινής οδού Πολυτεχνείου. Η αρχαία οχύρωση  της πόλης -που δεν έχει εντοπισθεί μέχρι σήμερα- αποτελείτο -με βάση επιγραφή του 2ου αι. π.Χ.- από πλίνθινη ανωδομή που πατούσε πάνω σε λίθινο κρηπίδωμα, ενισχυμένη πιθανότατα με ξυλοδεσιές και με κάλυψη από κεραμωτή στέγη.
Με βάση τα διάφορα οικιστικά και άλλου είδους λείψανα που βρέθηκαν σε διάφορα σημεία της πόλης, όπως επίσης και τη διασπορά των -συνήθως extra muros και  κατά  μήκος των τριών κύριων δρόμων της, προς Κραννώνα (δυτικά), Γυρτώνη (βόρεια) και Τέμπη (ανατολικά)- νεκροταφείων της, έγινε απόπειρα καθορισμού της πορείας του ελληνιστικού της τείχους, θεωρώντας ως δεδομένη -με βάση τις πηγές- την κάλυψη με ιδιαίτερη οχύρωση του λόφου της ακρόπολης (φρουρίου) και των γύρω εξαρμάτων (λόφος Πευκακίων). Έτσι και με κατεύθυνση από νοτιοδυτικά προς βορειοανατολικά, η πόλη των ελληνιστικών χρόνων και κατά συνέπεια και το στεφάνι της οχύρωσης της θα κάλυπτε μια έκταση υποθετική περικλειόμενη εντός των σημερινών οδών Περσεφόνης, Πηνειού, Πλατεία Εβραίων, όπου διαμέσου αρχής Α. Γαζή και Παπαναστασίου, θα έφτανε ως ακραίο σημείο στα ανατολικά -με μικροαποκλίσεις- ανάμεσα στις οδούς Μανδηλαρά και Ηπείρου, για να στρίψει στη συνέχεια βόρεια μέχρι στο ύψος της αρχής της οδού Υψηλάντου και Βόλου και απο εκεί με πορεία διαγώνια, στην 31η Αυγούστου, και διαμέσου της Γαριβάλδι, θα κατέληγε στο στεφάνι της χωριστής οχύρωσης της ακρόπολης, όπου και το μνημείο-στήλη του Ποσειδώνα Πυλαίου. Δεν είναι τυχαίο ότι του μεταγενέστερου παλαιοχριστιανικού τείχους (6ος αι. μ.Χ.), που σώζεται ορατό σε αρκετά σημεία της πόλης και κάλυπτε σαφώς μικρότερη του παραπάνω έκταση, οι κεραίες εκκίνησης του από το «φρύδι» του στεφανιού της ακρόπολης πρέπει να ταυτίζονταν με αυτές του ελληνιστικού. Έκλεινε, δηλαδή, το τελευταίο, τμήματα οικιστικών ζωνών και  κύρια το πολιτικο-θρησκευτικό κέντρο της πόλης, δηλαδή την ελεύθερη αγορά, τον  «επιφανέστατον τόπον» των επιγραφών. Σ’αυτή υπήρχε και ο ναός του σεβαστού από όλους τους Θεσσαλούς Απόλλωνα Κερδώου με την ιερή γύρω του περιοχή, όπου η πόλις των Λαρισαίων έστηνε τα ψηφίσματα και τις δικαστικές αποφάσεις, αλλά και οι πολίτες τα αναθήματα τους. Θα πρέπει να τοποθετηθεί στην περιοχή στο ύψος ανάμεσα των σημερινλων Πλατειών Ταχυδρομείου και Κεντρικής, λόγω περίοπτης θέσης και με βάση ευρήματα αρχιτεκτονικά, στωικών ιδίως κτιρίων. Σε γειτνίαση με τον παραπάνω χώρο και με κάθε επιφύλαξη-ελλείψει ασφαλών δεδομένων- προς τα ΒΔ θα πρέπει να εντοπισθεί η εμπορική αγορά, ενώ στα βορειοανατολικά θα πρέπει να αναζητήσουμε το ναό του Δία Ελευθερίου, ο οποίος ιδρύθηκε το 2ο αι. π.Χ., μετά από απόφαση του Κοινού των Θεσσαλών, οι αποφάσεις του οποίου στήνονταν στο ιερό αυτό. Προς τιμήν του και σε ανάμνηση της απελευθέρωσης της Θεσσαλίας από τους Μακεδόνες καθιερώθηκαν το 196 π.Χ. τα Ελευθέρια, αγώνες που τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια στη Λάρισα με ευρεία συμμετοχή αθλητών και καλλιτεχνών από όλο τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, ενώ παλαιότερα, τον 3ο αι. π.Χ. εορτάζονταν και τα Ολύμπια, αγώνες προς τιμήν του Διός Ολυμπίου. Ο ναός, τέλος, της Αθηνάς Πολιάδας, πολιούχου της πόλης, τουλάχιστον στα αρχαϊκά και κλασικά χρόνια, βρίσκονταν στην ακρόπολη σύμφωνα με επιγραφικές μαρτυρίες.

Από το πλήθος των δημόσιων οικοδομημάτων της Λάρισας, γνωστά σε μας από τις γραπτές πηγές και τις επιγραφές -ναοί, ιερά, ωδείο, γυμνάσια, ιπποδρόμιο, βουλευτήριο κ.α.- μόνο τα δύο αρχαία θέατρά της σώζονται και είναι σήμερα ορατά. Το μεγάλο αρχαίο θέατρο κατασκευάστηκε στο πρώτο μισό του 3ου αι. π.Χ. την εποχή της μακεδονικής κυριαρχίας της Θεσσαλίας στις νότιες υπώρειες του λόφου της ακρόπολης. Το κοίλο χωριζόταν με ένα διάδρομο πλάτους 2,00μ. (διάζωμα) σε δύο μέρη, στο επιθέατρο και στο κυρίως θέατρο.
Το κυρίως θέατρο χωριζόταν με δώδεκα (12) κλίμακες ανόδου σε έντεκα (11) κερκίδες με είκοσι τρείς (23) σειρές μαρμάρινων εδωλίων, από τις οποίες η πρώτη θα πρέπει να ανήκε στη σειρά των προεδρίων. Στη σημερινή του μορφή, όπως μετασκευάσθηκε στα ρωμαϊκά χρόνια για τη μετατροπή του σε αρένα, διασώζει είκοσι (20) σειρές μαρμάρινων εδωλίων, καθώς οι κατώτερες τρεις (3) ξηλώθηκαν για να  τοποθετηθούν όρθιες ως προστατευτικά «θωράκια», ενώ βρέθηκε in situ και   τέταρτη σειρά  από (18) ορθές πλάκες. Η πρόσβαση από το διάζωμα στο επιθέατρο γινόταν με είκοσι (20) κλίμακες που οδηγούσαν σε είκοσι δύο (22) κερκίδες, με δέκα πέντε (15) σειρές εδωλίων η κάθε μία.
Την ορχήστρα, διαμέτρου 25,5μ., περιθέει αποχετευτικός αγωγός για τα όμβρια ύδατα, καλυμμένος με μαρμάρινες πλάκες.
Ιδιαίτερα επιμελημένοι από ισόδομους λιθόπλινθους, ορθογώνιας τοιχοδομίας, αποτελούν οι άριστα διατηρημένοι αναλημματικοί τοίχοι των δύο παρόδων (δυτικής και ανατολικής), εκ των οποίων ο πρώτος διασώζει κλίμακα που οδηγούσε στο διάζωμα. Η σκηνή με διάφορες οικοδομικές φάσεις, αποτελείται από τέσσερα (4) δωμάτια από πωρόλιθο με τρεις (3) διαδρόμους ανάμεσά τους (η πρώτη φάση κατασκευής της είναι σύγχρονη του κοίλου). Μπροστά της διαμορφώνεται το προσκήνιο από μία κιονοστοιχία (μήκ. 20μ.), που θα πρέπει να υποβάσταζε το λογείο, όπου έπαιζαν οι υποκριτές. Στην τελική του μορφή -1 ος αι. μ. Χ.-το κτίριο πρέπει να ήταν τουλάχιστον τριώροφο, αν κρίνει κανείς από τον πλούσιο αρχιτεκτονικό και γλυπτό διάκοσμο της ανωδομής, που σώθηκε.
Στα ύστερα χρόνια το θέατρο περιέπεσε σε αχρηστία, χωρίς όμως να λιθολογηθεί συστηματικά, ενώ στα μεσοβυζαντινά χρόνια  χρησιμοποιήθηκε ως χώρος ταφών και πιθανόν η σκηνή να τροποποιήθηκε για άλλες χρήσεις (ναΐσκος κοιμητηριακός).
Εκτός όμως από το μεγάλο αρχαίο θέατρο, η Λάρισα διέθετε και ένα μικρότερο στις νότιες πλαγιές του λόφου «Πευκάκια», ίσως συμπληρωματικό του τελευταίου, το οποίο στα ρωμαϊκά χρόνια είχε μεταβληθεί σε αρένα. Για την κατασκευή του (1ος αι. π.Χ.) χρησιμοποιήθηκε παλαιότερο οικοδομικό υλικό από διαλυμένο αταύτιστο κτίριο με επιγραφές, ενώ πρέπει να έμεινε και ανολοκλήρωτο, εκτός από τις δύο (2) πρώτες μαρμάρινες σειρές εδωλίων. Υπολογίζεται ότι συνολικά το κοίλο διέθετε δεκατρείς (13) κερκίδες, ενώ η σκηνή του διέθετε τριμερή διάταξη ορθογώνιων χώρων.
Την επικράτεια της πόλης στα νότια θα πρέπει να κάλυπταν πυκνές κώμες που με διάταξη από ανατολικά προς δυτικά και με βάση επιφανειακές έρευνες και τυχαία ευρήματα  εξακτίνονταν από Μελισσοχώρι, Πλατύκαμπο, Γλαύκη, Μελία, Χάλκη, Νίκαια μέχρι και Ελευθερές-Τερψιθέα, δίκην ημικυκλίου και συνόρευαν νοτιότερα με τις παρακάρλιες κοινότητες με κυριότερη αυτή του οικισμού-πόλης (αταύτιστης) της Πέτρας και με την Κραννώνα στα δυτικά. Ανατολικά, όριο σταθερό ήταν το καμποβούνι της Χασάμπαλης και η πλημμυρισμένη έκταση της Νεσσωνίδας, συμπληρωματικής δεξαμενής της Βοιβηίδας (Κάρλας), που από κοινού δέχονταν τα υπερχειλισμένα ύδατα του Πηνειού, όταν πιέζονταν από το πρώτο στενό των εκβολών, αυτό της Ροδιάς.

Φώτης Ντάσιος
Αρχαιολόγος Α.Ι.Θ.Σ.

 
 
 

Αρχαία Λάρισα. Πιθανή πορεία του ελληνιστικού τείχους ακρόπολης και κάτω πόλης (με κόκκινη διαγράμμιση). Παλαιοχριστανική Λάρισα. Το ιουστινιάνειο τείχος, 6ος αι. μ.Χ. (με πράσινη διαγράμμιση).

Back to content | Back to main menu