Main menu
Οχύρωση ακρόπολης Άτραγα.
Οχύρωση Άτραγα.
Ο Άτραξ 1 τοποθετείται στο ύψωμα «Κάστρο», αμέσως νότια του χωριού Πηνειάδα και κατά μήκος της δεξιάς όχθης του Πηνειού ποταμού. Βρισκόταν στα όρια των αρχαίων τετράδων Πελασγιώτιδας και Εστιαιώτιδας, που συμπίπτουν με τα σημερινά σύνορα των Νομών Λάρισας και Τρικάλων. Η πόλη έλεγχε το στενό πέρασμα που δημιουργείται από τα όρη του Ζάρκου στα βόρεια και το βουνό Τίτανος στα νότια μέσα από το οποίο ο Πηνειός εισέρχεται στην ανατολική θεσσαλική πεδιάδα. Στα αρχαία χρόνια η κοίτη του ποταμού ήταν 3 χμ. βορειότερα της σημερινής, ενώ στις μέρες μας προσεγγίζει την αρχαία πόλη και τα εκτεταμένα ελληνιστικά και ρωμαϊκά νεκροταφεία της, «κόβοντας» σε πολλές περιπτώσεις αρχαία κατάλοιπα.
Ιδρυτής της πόλης σύμφωνα με το μύθο υπήρξε ο Λαπίθης ΄Ατραξ, γιος του Πηνειού και της Βούρας. Οι πληροφορίες που αντλούμε από τις πηγές για την ιστορία της είναι ελάχιστες. Συνήθως αναφέρεται ευκαιριακά στα πλαίσια πολεμικών γεγονότων κυρίως της ελληνιστικής περιόδου. Στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. κόβει νομίσματα, αργυρά-
Οι δημοσιευμένες έως σήμερα περιγραφές των τειχών της από ένα σημείο και μετά είναι αντιφατικές, αφού λείπει η συστηματική μελέτη των φάσεων της οχύρωσής της. Αρχικά φαίνεται ότι η πόλη κάλυπτε την πλαγιά του λόφου και αναπτυσσόταν σε επάλληλα άνδηρα. Περιβαλλόταν από ένα τείχος που κατέρχεται τις ανατολικές και δυτικές κλιτύς του υψώματος σχηματίζοντας ένα είδος τριγωνικής οχύρωσης, της οποίας η κύρια πύλη σώζεται στο βορεινό της άκρο, κοντά στο ποτάμι. Στο νότιο και ψηλότερο σημείο του υψώματος δημιουργείται μία μικρότερη τριγωνική οχύρωση, που αποτελεί την ακρόπολη, με ισχυρό πύργο στην κορυφή (νότια) και με πύλη ανάμεσα σε πύργους (βόρεια) για την επικοινωνία με την πόλη. Η οχύρωση αυτή θεωρείται ότι κατασκευάστηκε τον 5ο αι. π.Χ. και αναφέρεται ως πολυγωνική, αν και δεν διαφοροποιείται ουσιαστικά από την κυρίαρχη της υπόλοιπης οχύρωσης ακανόνιστη τραπεζιόσχημη τειχοδομία. Στον επόμενο αιώνα και προφανώς με τη φροντίδα των Μακεδόνων,τα τείχη της πόλης ανακατασκευάστηκαν και ίσως ενισχύθηκαν με οδοντώσεις στη θέση πύργων, ενώ την ίδια εποχή ή λίγο αργότερα η πόλη επεκτάθηκε προς τα ανατολικά. Η επέκταση έγινε σε βάρος των κλασικών νεκροταφείων και περιβλήθηκε με τείχος ισοδομικής τραπεζιόσχημης τειχοδομίας, με ορθογώνιους πύργους. Εδώ, με βάση τα κινητά ευρήματα, θα πρέπει να τοποθετηθεί η αγορά, ιερά και πιθανότατα το θέατρο της πόλης των ελληνιστικών χρόνων. Αντίστοιχη επέκταση προς τα δυτικά δε θεωρείται πιθανή και η εκεί διασπορά θα πρέπει να αποδοθεί σε extra muros οικιστικά κατάλοιπα.
Την πορεία του παλαιότερου συνεπτυγμένου τείχους, με μικρές αποκλίσεις, ακολούθησε και το μεταγενέστερο βυζαντινό, που σώζεται μέχρι και ύψους 6 μ. Σύμφωνα με τον Προκόπιο κατασκευάσθηκε στα πλαίσια του προγράμματος επανατείχισης του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (6ος αι. μ.Χ.). Είναι δομημένο από αργολιθοδομή και επαναχρησιμοποίηση αρχαίου οικοδομικού υλικού με συνδετικό υλικό κονίαμα.
Παρότι μέχρι σήμερα στον χώρο δεν έχουν γίνει ανασκαφές, έχει περισυλλεγεί μεγάλος αριθμός ψηφισμάτων, αναθηματικών και επιτυμβίων στηλών. Με βάση επιγραφικά ευρήματα στην πόλη μαρτυρείται πλήθος λατρειών: Διονύσου και Νυμφών -
Η περιοχή τέλος, φημιζόταν για τα λατομεία λευκού μαρμάρου, του γνωστού ατράκιου-
Φώτης Ντάσιος
Αρχαιολόγος Α.Ι.Θ.Σ.